Anonymous

ακροαματικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀκροαματικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] ή προορίζεται ειδικά για [[ακρόαση]], αυτός που επιτελείται με προφορική [[διδασκαλία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(Νομ.)</b> <i>ακροαματική [[διαδικασία]]<br />η ενώπιον ακροατηρίου [[διαδικασία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να ακούει, να παρακολουθεί<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀκροαματικαὶ διδασκαλίαι» — οι υψηλού περιεχομένου εσωτερικές διδασκαλίες τών φιλοσόφων που μεταδίδονταν [[προφορικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκρόαμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροαματικότητα]]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀκροαματικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] ή προορίζεται ειδικά για [[ακρόαση]], αυτός που επιτελείται με προφορική [[διδασκαλία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(Νομ.)</b> <i>ακροαματική [[διαδικασία]]<br />η ενώπιον ακροατηρίου [[διαδικασία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να ακούει, να παρακολουθεί<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀκροαματικαὶ διδασκαλίαι» — οι υψηλού περιεχομένου εσωτερικές διδασκαλίες τών φιλοσόφων που μεταδίδονταν [[προφορικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκρόαμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροαματικότητα]]].
}}
}}