ακροαματικός
From LSJ
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀκροαματικός, -ή, -όν)
αυτός που είναι κατάλληλος ή προορίζεται ειδικά για ακρόαση, αυτός που επιτελείται με προφορική διδασκαλία
νεοελλ.
(Νομ.) ακροαματική διαδικασία
η ενώπιον ακροατηρίου διαδικασία
αρχ.
1. ο ικανός να ακούει, να παρακολουθεί
2. φρ. «ἀκροαματικαὶ διδασκαλίαι» — οι υψηλού περιεχομένου εσωτερικές διδασκαλίες τών φιλοσόφων που μεταδίδονταν προφορικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρόαμα.
ΠΑΡ. ακροαματικότητα].