Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλδαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλδαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να αυξηθεί, [[τρέφω]], [[δυναμώνω]]<br /><b>2.</b> αυξάνομαι, [[πληθαίνω]]<br /><b>3.</b> [[εξαγγέλλω]], [[αποκαλύπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρήμα [[κυρίως]] ποιητικό, που [[πρέπει]] να προέρχεται από τη [[ρίζα]] που απαντά και στο επίθ. <i>ἄν</i>-<i>αλ</i>-<i>τος</i> επαυξημένη με -<i>δ</i>-. Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] προέρχονται [[επίσης]] και οι σημασιολογικά συγγενείς ρηματικοί τ. [[ἤλδανε]] (τ. παρατατ. που απαντά στον Όμηρο) και [[ἀλδήσκω]] (επαυξημένος τ. που απαντά στην [[Ιλιάδα]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἄλδη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀναλδής]], [[εὐαλδής]], [[νεαλδής]], [[πολυαλδής]]. [[συναλδής]].
|mltxt=[[ἀλδαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να αυξηθεί, [[τρέφω]], [[δυναμώνω]]<br /><b>2.</b> αυξάνομαι, [[πληθαίνω]]<br /><b>3.</b> [[εξαγγέλλω]], [[αποκαλύπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ρήμα [[κυρίως]] ποιητικό, που [[πρέπει]] να προέρχεται από τη [[ρίζα]] που απαντά και στο επίθ. <i>ἄν</i>-<i>αλ</i>-<i>τος</i> επαυξημένη με -<i>δ</i>-. Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] προέρχονται [[επίσης]] και οι σημασιολογικά συγγενείς ρηματικοί τ. [[ἤλδανε]] (τ. παρατατ. που απαντά στον Όμηρο) και [[ἀλδήσκω]] (επαυξημένος τ. που απαντά στην [[Ιλιάδα]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἄλδη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀναλδής]], [[εὐαλδής]], [[νεαλδής]], [[πολυαλδής]]. [[συναλδής]].
}}
}}