Anonymous

αλκυόνα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αλκυόνη, η (Α ἁλκυών, -όνος)<br />[[κάθε]] [[πουλί]] της οικογένειας Alcedinidae (οικογένειας στην οποία ανήκει και το [[πουλί]] που [[είναι]] γνωστό στην [[Ελλάδα]] με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[ψαροφάγος]])<br /><b>αρχ.</b><br />μυθικό [[πτηνό]] που ταυτίστηκε με τον ψαροφάγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] άγνωστης προελεύσεως. Σύμφωνα με μύθο σχετικό με τη [[φωλιά]] της αλκυόνας, η λ. παλαιότερα παρετυμολογείτο ως σύνθετη από το ουσ. <i>ἅλς</i> «[[θάλασσα]]» (από όπου και ο δασυνόμενος τ. <i>ἁλκυὼν</i>) και τη [[μετοχή]] [[κύων]] του ρήματος <i>κύω</i> «[[κυοφορώ]]». Πρόκειται [[μάλλον]] για [[λέξη]] μεσογειακής προελεύσεως, [[δάνειο]] στην Ελληνική. Συγγενής μορφολογικά με την ελληνική λ. <i>ἀλκυὼν</i> [[είναι]] και η αντίστοιχη λατ. <i>alc</i><i>ē</i><i>d</i><i>ō</i>. Παράγωγο της λ. [[είναι]] το συνώνυμο ουσιαστικό [[ἀλκυονίς]], από όπου και το επίθ. [[ἀλκυονίδες]] (πρβλ. τη φρ. «[[ἀλκυονίδες]] ἡμέραι»). Από το όνομα του πτηνού <i>ἀλκυὼν</i> προήλθαν [[επίσης]] τα ανθρωπωνύμια <i>Ἀλκυών</i>, <i>Ἀλκυόνη</i>, <i>Ἀλκυονεύς</i>, γνωστά και από τη [[μυθολογία]]. Το ουσ. <i>ἀλκυδὼν</i> [[είναι]] μεταπλασμένος τ. της λ. <i>αλκυὼν</i> [[είτε]] αναλογικά [[προς]] άλλες ονομασίες πτηνών ή ζώων σε -<i>δὼν</i> (πρβλ. [[χελιδών]], <i>ἀηδὼν</i>) [[είτε]] κατ' [[επίδραση]] του ουσ. <i>ἀλγηδὼν</i> «[[πόνος]], [[οδύνη]]» (λόγω τών λυπητερών κρωγμών του πτηνού).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλκυόνειος]], [[ἀλκυονίς]].
|mltxt=και αλκυόνη, η (Α ἁλκυών, -όνος)<br />[[κάθε]] [[πουλί]] της οικογένειας Alcedinidae (οικογένειας στην οποία ανήκει και το [[πουλί]] που [[είναι]] γνωστό στην [[Ελλάδα]] με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[ψαροφάγος]])<br /><b>αρχ.</b><br />μυθικό [[πτηνό]] που ταυτίστηκε με τον ψαροφάγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[είναι]] άγνωστης προελεύσεως. Σύμφωνα με μύθο σχετικό με τη [[φωλιά]] της αλκυόνας, η λ. παλαιότερα παρετυμολογείτο ως σύνθετη από το ουσ. <i>ἅλς</i> «[[θάλασσα]]» (από όπου και ο δασυνόμενος τ. <i>ἁλκυὼν</i>) και τη [[μετοχή]] [[κύων]] του ρήματος <i>κύω</i> «[[κυοφορώ]]». Πρόκειται [[μάλλον]] για [[λέξη]] μεσογειακής προελεύσεως, [[δάνειο]] στην Ελληνική. Συγγενής μορφολογικά με την ελληνική λ. <i>ἀλκυὼν</i> [[είναι]] και η αντίστοιχη λατ. <i>alc</i><i>ē</i><i>d</i><i>ō</i>. Παράγωγο της λ. [[είναι]] το συνώνυμο ουσιαστικό [[ἀλκυονίς]], από όπου και το επίθ. [[ἀλκυονίδες]] (πρβλ. τη φρ. «[[ἀλκυονίδες]] ἡμέραι»). Από το όνομα του πτηνού <i>ἀλκυὼν</i> προήλθαν [[επίσης]] τα ανθρωπωνύμια <i>Ἀλκυών</i>, <i>Ἀλκυόνη</i>, <i>Ἀλκυονεύς</i>, γνωστά και από τη [[μυθολογία]]. Το ουσ. <i>ἀλκυδὼν</i> [[είναι]] μεταπλασμένος τ. της λ. <i>αλκυὼν</i> [[είτε]] αναλογικά [[προς]] άλλες ονομασίες πτηνών ή ζώων σε -<i>δὼν</i> (πρβλ. [[χελιδών]], <i>ἀηδὼν</i>) [[είτε]] κατ' [[επίδραση]] του ουσ. <i>ἀλγηδὼν</i> «[[πόνος]], [[οδύνη]]» (λόγω τών λυπητερών κρωγμών του πτηνού).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλκυόνειος]], [[ἀλκυονίς]].
}}
}}