3,273,773
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λύω''': ποιητ. προστ. λῦθι (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. λῦμι) Πινδ. Ἀποσπ. 55: μέλλ. λύσω [ῡ]: ἀόρ. ἔλῡσα: πρκμ. λέλῠκα Θουκ. 7. 18, Ἀριστοφ. Σφ. 992 (ἀπο-), κτλ. - Παθ., πρκμ λέλῠμαι: ὑπερσ. ἐλελύμην [ῠ]: ἀόρ. ἐλύθην, Ἐπικ. λύθην [ῠ] Ὀδ. Θ. 360, Εὐρ. Ἑλ. 860, Θουκ., κτλ.: μέλλ. λῠθήσομαι Πλάτ. Τίμ. 41Β, Ἰσοκρ., κτλ.: [[ὡσαύτως]] λελύσομαι [ῡ] Δημ. 178. 21, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 37 (ἀπο-)· -τούτοις [[προσθετέον]] Ἐπικόν τινα παθ. ἀόρ. ([[μετὰ]] τύπου ὑπερσ.) ἐλύμην ἢ [[λύμην]] [ῠ] Ἰλ. Φ. 80· λύτο [ῠ] [[αὐτόθι]] 114· ἀλλὰ λῦτο Ω. 1· λύντο Η. 16· [[ὡσαύτως]] γ΄ εὐκτ. πρκμ. λελῦτο, ἀντὶ λελύοιτο, σπανιώτατ. [[τύπος]], Ὀδ. Σ. 238. - Μέσ., μέλλ. λύσομαι, ἀόρ. ἐλυσάμην· ὁ παθ. πρκμ. λέλῠμαι κεῖται ἐν μέσῃ σημ. παρὰ Δημ 958. 14, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 23 (πρβλ. δια-, καταλύω)· ἐνῷ ὁ μέλλ. λύσομαι κεῖται ἐπὶ παθ. σημασίας ἐν συνθέσ. [[μετὰ]] τῆς προθέσ. διά, Θουκ. 2. 12, [[μετὰ]] τῆς ἐπί, Λυσ. 174. 38, [[μετὰ]] τῆς κατά, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 9. - Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται πάντας τοὺς τύπους πλὴν τοῦ ἐνεργ. πρκμ. [Ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. ῡ ἀείποτε παρ’ Ἀττ., ῠ κατὰ τὸ πλεῖστον παρ’ Ἐπικ., ἂν καὶ ὁ Ὅμ. ἔχει τὸ φωνῆεν τοῦτο δὶς μακρὸν ἐν ἄρσει, ἔλῡεν Ἰλ. Ψ. 513, λῡει Ὀδ. Η. 74· ἐν συνθέτοις [[ὡσαύτως]] μακρὸν ἐν θέσει, ἀλλῡεσκεν Β. 105· ἀλλῡουσαν [[αὐτόθι]] 109· - ἐν τῷ μέλλοντι καὶ ἀορ. α΄ τὸ υ μακρὸν ἀείποτε: - ἐν ἑτέροις δὲ χρόνοις τὸ υ βραχὺ ἀείποτε πλὴν ἐν τοῖς ἐξαιρετικοῖς τύποις λελῦτο, λῦτο, ἴδε ἀνωτ.· - λελῡμένος ἀπαντᾷ μόνον παρὰ [[λίαν]] μεταγενεστέροις ποιηταῖς ὡς ἐν Θεοδ. Προδρ.] (Ἐκ τῆς √ΛΥ, ἐξ ἧς καὶ αἱ λ. λύη, λύσις, λυτήρ, λύτρον· πρβλ. Σανσκρ. lû, lu-nâmi (seco, disseco)· Λατ. lu-o, (πληρώνω), re-lu-o, so-lv-o, (ἀντὶ so-lu-o), so-lu-tus· Γοτθ. lau-sja (λύω), lau-s ([[κενός]]), us-lau-sjeins ([[λύτρωσις]]), Ἀγγλ. loose ([[χαλαρός]], λελυμένος), κτλ.· - ἀλλὰ τὸ [[λούω]], κτλ., παράγονται ἐκ τῆς √ΛΟF. Ἡ πρώτη [[σημασία]] [[εἶναι]] ἡ τοῦ λύω, κοινῶς «λύνω»: Ι. ἐπὶ πραγμάτων, χαλαρώνω, λύω, ἀφαιρῶ τοὺς δεσμούς, «λύνω», ἰδίως ἐπὶ ἐνδυμάτων καὶ ὁπλισμοῦ, λῦσε δέ οἱ ζωστῆρα, θώρηκα Ἰλ. Δ. 215., Π. 804· [[ἀλλά]], λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην, ἐπὶ ἀνδρός, ἔλυσε δὲ τὴν παρθενικὴν ζώνην (δηλ. τὴν ζώνην τῆς συζυγικῆς [[τιμῆς]], [[διότι]] ἡ Τυρὼ δὲν ἦτο [[παρθένος]], ἀλλὰ γυνὴ τοῦ Κρηθέως), [[ἤτοι]] συνεγένετο αὐτῇ, Ὀδυσ. Λ. 245· ἐπὶ γυναικὸς παρθένου, λύω τὴν παρθενικήν μου ζώνην, [[συγγίγνομαι]] ἀνδρί, λύοι χαλινὸν ὑφ’ ἥρωϊ [[παρθενίας]] Πινδ. Ἴσθμ. 8 (7)· 95· [[ἔνθα]] παρθένει’ .. ἔλυσ’ ἐγὼ κορεύματα Εὐρ. Ἄλκ. 177 (πρβλ. [[ζώνη]])· [[οὕτως]], ἔλυσας [[ἅγνευμα]] σὸν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 501· - [[συχν]]. ἐπὶ τῶν καλῳδίων καὶ ἄλλων [[σχοινίων]] τῶν πλοίων, λ. πρυμνήσια, ἱστία, [[λαῖφος]], κτλ., Ὀδ. Β. 418., Ο. 496, 552, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 405 κἑξ., κτλ, (ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] [[οὕτως]] ἐν Ἰλ.), πρβλ. Εὐριπ. Ἑκάβ. 539, 1020, κτλ.· ἀσκὸν λῦσαν, ἔλυσαν τὸν ἀσκόν, Ὀδ. Κ. 47· ἀκολούθως [[συχν]]. παρ’ Ἀττ. (πρβλ. [[ὑπολύω]]), λ. [[στολάς]], πέπλον Σοφ. Ο. Κ. 1596, Τρ. 924· λ. ἡνίαν, χαλαρώνω, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 743· λ. κλῇθρα, ἀνοίγω, Αἰσχύλ. Θήβ. 396· λ. γράμματα, δέλτον, ἀνοίγω ἐπιστολήν, Εὐρ. Ι. Α. 38. 307· λ. πέδας, δεσμὰ Αἰσχύλ. Εὐμ. 645, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1123· ἀρτάνας ἐμῆς δέρης ἔλυσαν, ἔλυσαν ἐκ τοῦ τραχήλου μου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 876, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 781· - Μέσ., ἐλύσατο κεστὸν ἱμάντα, ἔλυσε τὴν ζώνην της, Ἰλ. Ξ. 214· [[ἀλλά]], λύοντο τεύχεα, ἔλυον τὸν ὁπλισμὸν δι’ ἑαυτούς, δηλ. ἀφῄρουν τὰ ὅπλα (ἑτέρων), Ρ. 318· μεταγεν., λύσασθαι [[τρίχα]], κόμας, πλοκαμῖδας Βίων 1. 20, κτλ.: - ἀκολούθως, β) κατὰ διαφόρους φράσεις, [[στόμα]] λ. ἀνοίγειν τὸ στ., Εὐρ. Ἱππ. 1060, Ἰσοκρ. 252C· λ. γλῶσσαν εἰς αἰσχροὺς μύθους Κριτί. 2. 10 Bgk.· λ. βλεφάρων ἕδραν, ἀνοίγω τοὺς ὀφθαλμούς μου, ἐξυπνῶ, Εὐρ. Ρῆσ. 8· λ. ὀφρύν, χαλαρώνω τὰς ὀφρῦς, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 290· [[ἄχος]] λ. ἀπ’ ὀμμάτων Σοφ. Αἴ. 706, κτλ. 2) ἐπὶ ἐμψύχων, α) ἐπὶ ἵππων, κτλ., λύω, «ξεζεύγω, ἀντίθετ. τῷ [[ζεύγνυμι]], Ὀδ. Δ. 35, [[συχν]]. ἐν Ἰλ.· ἐξ ὀχέων, ὑπὲξ ὀχέων Ἰλ. Ε. 369., Θ. 504· ὑφ’ ἅρμασιν Σ. 244· ὑπὸ ζυγοῦ Ὀδ. Δ. 39· ὑπὸ [[ζυγόφιν]] Ἰλ. Ω. 576· ὑπ’ ἀπήνης Ὀδ. Η. 5· καὶ ἐν τῶ μέσ. τύπῳ, λύεσθαι ἵππους ὑπ’ [[ὄχεσφι]] Ἰλ. Ψ. 7· οὕτω, βόε λῦσαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 606· - [[ὡσαύτως]], λύε μώνυχας ἵππους, ἔλυσεν αὐτοὺς ἐκ τοῦ μέρους [[ὅπου]] ἦσαν δεδεμένοι, Ἰλ. Κ. 498· λ. κύνα, ἀφίνω ἐλεύθερον, Ξεν. Κυν. 6. 13. κτλ. β) ἐπὶ ἀνθρώπων, λύω, ἐλευθερώνω, ἀπαλλάττω, ἰδίως ἐκ δεσμῶν ἢ φυλακῆς, [[ἑπομένως]] [[καθόλου]], ἐκ δυσκολίας ἢ κινδύνου, Ἰλ. Ο. 22· Ὀδ. Θ. 345., Μ. 53, κτλ.· ὁ λύσων, ὁ μέλλων νὰ ἐλευθερώσῃ, Αἰσχύλ. Πρ. 771, 785· - [[μετὰ]] γεν. πράγμ., λύειν τινὰ κακότητος Ὀδ. Ε. 397, πρβλ. Πινδ. Π. 3. 89, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., λ. τινὰ δεσμῶν Αἰσχύλ. Πρ. 1006· ὄκνου, πημονῆς, κτλ., Σοφ. Τρ. 181, κτλ.· [[ὡσαύτως]], λ. τινὰ ἐκ δεσμοῖο Ὀδ. Θ. 360, πρβλ. Πινδ. Ο. 4. 34, Αἰσχύλ. Πρ. 872, Εὐρ. Ἱππ. 1244, Πλάτ. Πολ. 360C. [[ὡσαύτως]], ἔλυσε δόμους ἁβρότατος, διέλυσε τοὺς οἴκους τῆς ἁβρότητος, Πινδ. Π. 11. 51· λ. τινὰ τῆς ἀρχῆς, ἀπολύειν, καθαιρεῖν τινα ἀπὸ τοῦ ἀξιώματος, Διοδ. 13. 92. - Μέσ., [[κυρίως]], ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ λυθῇ ἢ ἐλευθερωθῇ τις, λύσασθαί τινα δυσφροσυνάων Ἡσ. Θ. 528· [[ὅσπερ]] Ἰὼ πημονᾶς ἐλύσατο Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1066. - Παθ., λυθῆναι τὰς πέδας Διόδ. 17. 116· λέλυται γὰρ λαὸς ἐλεύθερα βάζειν, ὡς ἐλύθη [[ζυγόν]], ἀφέθη ὁ λαὸς νὰ ὁμιλῇ ἐλευθέρως εὐθὺς ὡς ἀφῃρέθη ὁ [[ζυγός]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 592. γ) ἐπὶ αἰχμαλώτων, [[ἀπολύω]] ἐπὶ παραλαβῇ λύτρων (ἀποίνων), ἀπελευθερώνω, Ἰλ. Λ. 29., Ω. 137, 555, κτλ.· λ. τινά τινι Α. 20., Ω. 561, Ὀδ. Κ. 298· Σαρπηδόνος [[ἔντεα]] καλὰ λύσειαν, θὰ ἀπέδιδον.., Ἰλ. Ρ. 162· πλῆρες, λύειν τινὰ ἀποίνων Λ. 106· χρημάτων μεγάλων Ἡρόδ. 2. 135· ἀνὴρ ἀντ’ ἀνδρὸς λυθεὶς Θουκ. 5. 3· - Μέσ. ἐλευθερώνω τινὰ πληρώνων λύτρα δι’ αὐτόν, Ἰλ. Λ. 13., Ω 118, κ. ἀλλ. Ὀδ., καὶ Ἀττ.· λύεσθαί τινα ἐκ πολεμίων Λυσ. 122. 7· ἵππον Ξεν. Ἀν. 7. 8, 6· ὅσους αὐτὸς ἐλυσάμην τῶν αἰχμαλώτων Δημ. 394. 6· λ. τινι τὸ [[χωρίον]] ὁ αὐτ. 1215. 20· ἑαυτοὺς ἔφασαν βούλεσθαι λύσασθαι, [[εἶπον]] ὅτι οἱ ἴδιοι [[ἤθελον]] νὰ λυτρώσωσιν ἑαυτοὺς καταβάλλοντες τὰ λύτρα, ὁ αὐτ. 394. 11· λυσάμενος, «ἐλευθερώσας ἐκ τοῦ πορνοβοσκείου» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Σφ. 1533· - οὕτω τὸ ἐνεργ. καὶ [[μέσον]] (ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας) σχετίζονται πρὸς ἄλληλα ἀκριβῶς ὡς τὸ [[λυτρόω]] καὶ λυτρόομαι. 3) παραχωρῶ, [[παραδίδω]], | |lstext='''λύω''': ποιητ. προστ. λῦθι (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. λῦμι) Πινδ. Ἀποσπ. 55: μέλλ. λύσω [ῡ]: ἀόρ. ἔλῡσα: πρκμ. λέλῠκα Θουκ. 7. 18, Ἀριστοφ. Σφ. 992 (ἀπο-), κτλ. - Παθ., πρκμ λέλῠμαι: ὑπερσ. ἐλελύμην [ῠ]: ἀόρ. ἐλύθην, Ἐπικ. λύθην [ῠ] Ὀδ. Θ. 360, Εὐρ. Ἑλ. 860, Θουκ., κτλ.: μέλλ. λῠθήσομαι Πλάτ. Τίμ. 41Β, Ἰσοκρ., κτλ.: [[ὡσαύτως]] λελύσομαι [ῡ] Δημ. 178. 21, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 37 (ἀπο-)· -τούτοις [[προσθετέον]] Ἐπικόν τινα παθ. ἀόρ. ([[μετὰ]] τύπου ὑπερσ.) ἐλύμην ἢ [[λύμην]] [ῠ] Ἰλ. Φ. 80· λύτο [ῠ] [[αὐτόθι]] 114· ἀλλὰ λῦτο Ω. 1· λύντο Η. 16· [[ὡσαύτως]] γ΄ εὐκτ. πρκμ. λελῦτο, ἀντὶ λελύοιτο, σπανιώτατ. [[τύπος]], Ὀδ. Σ. 238. - Μέσ., μέλλ. λύσομαι, ἀόρ. ἐλυσάμην· ὁ παθ. πρκμ. λέλῠμαι κεῖται ἐν μέσῃ σημ. παρὰ Δημ 958. 14, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 23 (πρβλ. δια-, καταλύω)· ἐνῷ ὁ μέλλ. λύσομαι κεῖται ἐπὶ παθ. σημασίας ἐν συνθέσ. [[μετὰ]] τῆς προθέσ. διά, Θουκ. 2. 12, [[μετὰ]] τῆς ἐπί, Λυσ. 174. 38, [[μετὰ]] τῆς κατά, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 9. - Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται πάντας τοὺς τύπους πλὴν τοῦ ἐνεργ. πρκμ. [Ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. ῡ ἀείποτε παρ’ Ἀττ., ῠ κατὰ τὸ πλεῖστον παρ’ Ἐπικ., ἂν καὶ ὁ Ὅμ. ἔχει τὸ φωνῆεν τοῦτο δὶς μακρὸν ἐν ἄρσει, ἔλῡεν Ἰλ. Ψ. 513, λῡει Ὀδ. Η. 74· ἐν συνθέτοις [[ὡσαύτως]] μακρὸν ἐν θέσει, ἀλλῡεσκεν Β. 105· ἀλλῡουσαν [[αὐτόθι]] 109· - ἐν τῷ μέλλοντι καὶ ἀορ. α΄ τὸ υ μακρὸν ἀείποτε: - ἐν ἑτέροις δὲ χρόνοις τὸ υ βραχὺ ἀείποτε πλὴν ἐν τοῖς ἐξαιρετικοῖς τύποις λελῦτο, λῦτο, ἴδε ἀνωτ.· - λελῡμένος ἀπαντᾷ μόνον παρὰ [[λίαν]] μεταγενεστέροις ποιηταῖς ὡς ἐν Θεοδ. Προδρ.] (Ἐκ τῆς √ΛΥ, ἐξ ἧς καὶ αἱ λ. λύη, λύσις, λυτήρ, λύτρον· πρβλ. Σανσκρ. lû, lu-nâmi (seco, disseco)· Λατ. lu-o, (πληρώνω), re-lu-o, so-lv-o, (ἀντὶ so-lu-o), so-lu-tus· Γοτθ. lau-sja (λύω), lau-s ([[κενός]]), us-lau-sjeins ([[λύτρωσις]]), Ἀγγλ. loose ([[χαλαρός]], λελυμένος), κτλ.· - ἀλλὰ τὸ [[λούω]], κτλ., παράγονται ἐκ τῆς √ΛΟF. Ἡ πρώτη [[σημασία]] [[εἶναι]] ἡ τοῦ λύω, κοινῶς «λύνω»: Ι. ἐπὶ πραγμάτων, χαλαρώνω, λύω, ἀφαιρῶ τοὺς δεσμούς, «λύνω», ἰδίως ἐπὶ ἐνδυμάτων καὶ ὁπλισμοῦ, λῦσε δέ οἱ ζωστῆρα, θώρηκα Ἰλ. Δ. 215., Π. 804· [[ἀλλά]], λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην, ἐπὶ ἀνδρός, ἔλυσε δὲ τὴν παρθενικὴν ζώνην (δηλ. τὴν ζώνην τῆς συζυγικῆς [[τιμῆς]], [[διότι]] ἡ Τυρὼ δὲν ἦτο [[παρθένος]], ἀλλὰ γυνὴ τοῦ Κρηθέως), [[ἤτοι]] συνεγένετο αὐτῇ, Ὀδυσ. Λ. 245· ἐπὶ γυναικὸς παρθένου, λύω τὴν παρθενικήν μου ζώνην, [[συγγίγνομαι]] ἀνδρί, λύοι χαλινὸν ὑφ’ ἥρωϊ [[παρθενίας]] Πινδ. Ἴσθμ. 8 (7)· 95· [[ἔνθα]] παρθένει’ .. ἔλυσ’ ἐγὼ κορεύματα Εὐρ. Ἄλκ. 177 (πρβλ. [[ζώνη]])· [[οὕτως]], ἔλυσας [[ἅγνευμα]] σὸν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 501· - [[συχν]]. ἐπὶ τῶν καλῳδίων καὶ ἄλλων [[σχοινίων]] τῶν πλοίων, λ. πρυμνήσια, ἱστία, [[λαῖφος]], κτλ., Ὀδ. Β. 418., Ο. 496, 552, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 405 κἑξ., κτλ, (ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] [[οὕτως]] ἐν Ἰλ.), πρβλ. Εὐριπ. Ἑκάβ. 539, 1020, κτλ.· ἀσκὸν λῦσαν, ἔλυσαν τὸν ἀσκόν, Ὀδ. Κ. 47· ἀκολούθως [[συχν]]. παρ’ Ἀττ. (πρβλ. [[ὑπολύω]]), λ. [[στολάς]], πέπλον Σοφ. Ο. Κ. 1596, Τρ. 924· λ. ἡνίαν, χαλαρώνω, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 743· λ. κλῇθρα, ἀνοίγω, Αἰσχύλ. Θήβ. 396· λ. γράμματα, δέλτον, ἀνοίγω ἐπιστολήν, Εὐρ. Ι. Α. 38. 307· λ. πέδας, δεσμὰ Αἰσχύλ. Εὐμ. 645, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1123· ἀρτάνας ἐμῆς δέρης ἔλυσαν, ἔλυσαν ἐκ τοῦ τραχήλου μου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 876, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 781· - Μέσ., ἐλύσατο κεστὸν ἱμάντα, ἔλυσε τὴν ζώνην της, Ἰλ. Ξ. 214· [[ἀλλά]], λύοντο τεύχεα, ἔλυον τὸν ὁπλισμὸν δι’ ἑαυτούς, δηλ. ἀφῄρουν τὰ ὅπλα (ἑτέρων), Ρ. 318· μεταγεν., λύσασθαι [[τρίχα]], κόμας, πλοκαμῖδας Βίων 1. 20, κτλ.: - ἀκολούθως, β) κατὰ διαφόρους φράσεις, [[στόμα]] λ. ἀνοίγειν τὸ στ., Εὐρ. Ἱππ. 1060, Ἰσοκρ. 252C· λ. γλῶσσαν εἰς αἰσχροὺς μύθους Κριτί. 2. 10 Bgk.· λ. βλεφάρων ἕδραν, ἀνοίγω τοὺς ὀφθαλμούς μου, ἐξυπνῶ, Εὐρ. Ρῆσ. 8· λ. ὀφρύν, χαλαρώνω τὰς ὀφρῦς, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 290· [[ἄχος]] λ. ἀπ’ ὀμμάτων Σοφ. Αἴ. 706, κτλ. 2) ἐπὶ ἐμψύχων, α) ἐπὶ ἵππων, κτλ., λύω, «ξεζεύγω, ἀντίθετ. τῷ [[ζεύγνυμι]], Ὀδ. Δ. 35, [[συχν]]. ἐν Ἰλ.· ἐξ ὀχέων, ὑπὲξ ὀχέων Ἰλ. Ε. 369., Θ. 504· ὑφ’ ἅρμασιν Σ. 244· ὑπὸ ζυγοῦ Ὀδ. Δ. 39· ὑπὸ [[ζυγόφιν]] Ἰλ. Ω. 576· ὑπ’ ἀπήνης Ὀδ. Η. 5· καὶ ἐν τῶ μέσ. τύπῳ, λύεσθαι ἵππους ὑπ’ [[ὄχεσφι]] Ἰλ. Ψ. 7· οὕτω, βόε λῦσαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 606· - [[ὡσαύτως]], λύε μώνυχας ἵππους, ἔλυσεν αὐτοὺς ἐκ τοῦ μέρους [[ὅπου]] ἦσαν δεδεμένοι, Ἰλ. Κ. 498· λ. κύνα, ἀφίνω ἐλεύθερον, Ξεν. Κυν. 6. 13. κτλ. β) ἐπὶ ἀνθρώπων, λύω, ἐλευθερώνω, ἀπαλλάττω, ἰδίως ἐκ δεσμῶν ἢ φυλακῆς, [[ἑπομένως]] [[καθόλου]], ἐκ δυσκολίας ἢ κινδύνου, Ἰλ. Ο. 22· Ὀδ. Θ. 345., Μ. 53, κτλ.· ὁ λύσων, ὁ μέλλων νὰ ἐλευθερώσῃ, Αἰσχύλ. Πρ. 771, 785· - [[μετὰ]] γεν. πράγμ., λύειν τινὰ κακότητος Ὀδ. Ε. 397, πρβλ. Πινδ. Π. 3. 89, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., λ. τινὰ δεσμῶν Αἰσχύλ. Πρ. 1006· ὄκνου, πημονῆς, κτλ., Σοφ. Τρ. 181, κτλ.· [[ὡσαύτως]], λ. τινὰ ἐκ δεσμοῖο Ὀδ. Θ. 360, πρβλ. Πινδ. Ο. 4. 34, Αἰσχύλ. Πρ. 872, Εὐρ. Ἱππ. 1244, Πλάτ. Πολ. 360C. [[ὡσαύτως]], ἔλυσε δόμους ἁβρότατος, διέλυσε τοὺς οἴκους τῆς ἁβρότητος, Πινδ. Π. 11. 51· λ. τινὰ τῆς ἀρχῆς, ἀπολύειν, καθαιρεῖν τινα ἀπὸ τοῦ ἀξιώματος, Διοδ. 13. 92. - Μέσ., [[κυρίως]], ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ λυθῇ ἢ ἐλευθερωθῇ τις, λύσασθαί τινα δυσφροσυνάων Ἡσ. Θ. 528· [[ὅσπερ]] Ἰὼ πημονᾶς ἐλύσατο Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1066. - Παθ., λυθῆναι τὰς πέδας Διόδ. 17. 116· λέλυται γὰρ λαὸς ἐλεύθερα βάζειν, ὡς ἐλύθη [[ζυγόν]], ἀφέθη ὁ λαὸς νὰ ὁμιλῇ ἐλευθέρως εὐθὺς ὡς ἀφῃρέθη ὁ [[ζυγός]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 592. γ) ἐπὶ αἰχμαλώτων, [[ἀπολύω]] ἐπὶ παραλαβῇ λύτρων (ἀποίνων), ἀπελευθερώνω, Ἰλ. Λ. 29., Ω. 137, 555, κτλ.· λ. τινά τινι Α. 20., Ω. 561, Ὀδ. Κ. 298· Σαρπηδόνος [[ἔντεα]] καλὰ λύσειαν, θὰ ἀπέδιδον.., Ἰλ. Ρ. 162· πλῆρες, λύειν τινὰ ἀποίνων Λ. 106· χρημάτων μεγάλων Ἡρόδ. 2. 135· ἀνὴρ ἀντ’ ἀνδρὸς λυθεὶς Θουκ. 5. 3· - Μέσ. ἐλευθερώνω τινὰ πληρώνων λύτρα δι’ αὐτόν, Ἰλ. Λ. 13., Ω 118, κ. ἀλλ. Ὀδ., καὶ Ἀττ.· λύεσθαί τινα ἐκ πολεμίων Λυσ. 122. 7· ἵππον Ξεν. Ἀν. 7. 8, 6· ὅσους αὐτὸς ἐλυσάμην τῶν αἰχμαλώτων Δημ. 394. 6· λ. τινι τὸ [[χωρίον]] ὁ αὐτ. 1215. 20· ἑαυτοὺς ἔφασαν βούλεσθαι λύσασθαι, [[εἶπον]] ὅτι οἱ ἴδιοι [[ἤθελον]] νὰ λυτρώσωσιν ἑαυτοὺς καταβάλλοντες τὰ λύτρα, ὁ αὐτ. 394. 11· λυσάμενος, «ἐλευθερώσας ἐκ τοῦ πορνοβοσκείου» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Σφ. 1533· - οὕτω τὸ ἐνεργ. καὶ [[μέσον]] (ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας) σχετίζονται πρὸς ἄλληλα ἀκριβῶς ὡς τὸ [[λυτρόω]] καὶ λυτρόομαι. 3) παραχωρῶ, [[παραδίδω]], ([[θρόνον]]) λῦσον ἄμμιν Πινδ. Π. 4. 275. ΙΙ. [[διαλύω]] ὅλον τι εἰς τὰ μέρη του, [[διαλύω]], [[ἀπολύω]], λ. ἀγορήν, [[διαλύω]] τὴν συνεδρίαν, ἀντίθετον τῷ [[καθίζω]], Ἰλ. Α. 305, Ὀδ. Β. 69, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[διαλύω]] τὴν ἐμπορικὴν ἀγοράν, Ξεν. Οἰκ. 12. 1· -Παθητ., λῦτο ἀγὼν Ἰλ. Ω. 1· ἐλύθη ἡ [[στρατιά]], ἡ [[συνουσία]] Ξεν. Κύρ. 6. 1, 2, Πολύβ. 5. 15, 3. 2) [[διαλύω]], σπάρτα λέλυνται, «διαλύονται, σαπέντα [[δηλαδή]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 135· ῥαφαὶ .. λέλυντο ἱμάντων Ὀδ. Χ. 186· λ. τὴν [[σχεδίην]] Ἡρόδ. 4. 97· τὴν γέφυραν Ξεν. Ἀνάβ. 2. 4, 17· τὴν ἀπόφραξιν [[αὐτόθι]] 4. 2, 25. 3) ἰδίως ἐπὶ σωματικῆς ἰσχύος, χαλαρώνω, δηλ. ἐξασθενῶ, καθιστῶ τι ἀσθενές, ἄτονον, λῦσέ οἱ γυῖα, κατέστησεν ἄτονα τὰ γόνατα [[αὐτοῦ]], δηλ. τὸν ἐφόνευσε, [[συχν]]. ἐν Ἰλ.· οὕτω, [[γούνατα]] λύειν τινὶ Ἰλ. Χ. 335· ἢ τινὸς Ε. 176, κτλ.· [[ὡσαύτως]], λ. [[μένος]] τινὶ Π. 332, κτλ.· [[πέλεκυς]] λῦσε βοὸς [[μένος]] Ὀδ. Γ. 450, πρβλ. Ἰλ. Ρ. 29, 524· [[ἀλλά]], οἵ μοι καμάτῳ... γούνατ’ ἔλυσαν, κατέστησαν τὰ γόνατά μου ἀδύνατα, ἄτονα ἐκ τοῦ κόπου, Ὀδ. Υ. 118· - [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθητ., λύντο δὲ γυῖα, ὡς τὸ [[ἀποτέλεσμα]] τοῦ θανάτου, τοῦ ὕπνου, τῆς κοπώσεως, τοῦ φόβου, κτλ., Ἰλ. Ζ. 16, κτλ.· γυῖα λέλυντο Ν. 85, Ὀδ. Θ. 233· [[αὐτοῦ]] λύτο [[γούνατα]] καὶ φίλον [[ἦτορ]] Ἰλ. Φ. 114, 425· λύθη [[ψυχή]] τε [[μένος]] τε Ε. 296, κτλ.· [[λύθεν]] δέ οἱ ἅψεα πάντα Ὀδ. Δ. 794, κτλ.· - οὕτω παρὰ Τραγικ., λέλυται γυίων [[ῥώμη]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 913· λύεται δέ μοι [[μέλη]] Εὐρ. Ἑκ. 438· λέλυμαι μελέων σύνδεσμα ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 199· λύειν βλέφαρα, κλείειν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐν τῷ ὕπνῳ, Σοφ. Ἀντ. 1302· οὕτω, λ. τὴν ἐν ταῖς ψυχαῖς πρὸς μάχην παρασκευὴν Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 22. 4) [[καταστρέφω]], [[καταβάλλω]], πολίων κάρηνα Ἰλ. Β. 118., Ι. 25· Τροίης κρήδεμνα Π. 100, Ὀδ. Ν. 388· καὶ [[καθόλου]], [[διαλύω]], [[ἀποβάλλω]], δίδω [[τέλος]], Λατ. dissolvere, λ. νείκεα Ἰλ. Ξ. 205, 304, Ὀδ. Η. 74· μελεδήματα Ἰλ. Ψ. 62, Ὀδ. Υ. 56· - οὕτω, λ. ἐπιμομφὰν Πινδ. Ο. 10 (11). 11· λ. φόβον, μοχθήματα, ἀνάγκας, Αἰσχύλ. Θήβ. 270, Σοφ. Ο. Κ. 1616 λ. βίον, ὅ ἐστι ἀποθνήσκειν, Εὐρ. Ι. Τ. 692· λ. τὸ [[τέλος]] βίου Σοφ. Ο. Κ. 1720· μάχην Ἀριστοφ. Εἰρ. 991. β) παρὰ πεζογράφοις, λ. νόμους, καταργεῖν, Λατ. leges abrogare, Ἡρόδ. 3. 82· τὰ περὶ τὴν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 14· λ. ψήφῳ τὸ παράνομον Αἰσχίν. 82. 15, κτλ.· ὕβριν καὶ ὑποψίαν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 21· λ. ψῆφον κτλ., ἀκυρῶ, καταργῶ, Δημ. 700. 13· λ. διαθήκας, ἀκυρῶ, Ἰσαῖ. 59. 29, κτλ.· - Παθ., λέλυται πάντα, πάντες οἱ δεσμοὶ ἔχουσι λυθῆ, πάντα κεῖνται συγκεχυμένα, Δημ. 777. 9. γ) ὡς τεχνικὸς ὅρος, λύω δυσκολίαν τινά, πρόβλημά τι ἢ [[ζήτημα]], λ. ἀπορίαν Πλάτ. Πρωτ. 324Ε, κ. ἀλλ. δ) ἀναιρῶ λογικόν τι [[ἐπιχείρημα]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 25, 10, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[λύσις]] ΙΙ. 4. α, λυτικὸς ΙΙ. ε) [[ἀναλύω]] τὴν ὑπόθεσιν ἢ πλοκὴν τραγῳδίας, ἀντίθετ. τῷ πλέκειν, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 18, 11. 5) καταργῶ, ἀκυρῶ νόμιμόν τινα συμφωνίαν ἢ ὑποχρέωσιν, τὸν νόμον Ἡρόδ. 6. 106· τὰς σπονδὰς Θουκ. 1. 23, 78, πρβλ. 4. 23· τὰ συγκείμενα Λυσ. 106. 391. 6) ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, [[διαλύω]], [[τήκω]], «λυώνω», λύει τὸ θερμόν, ἀντίθετ. τῷ πήγνυσι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 7, 15. - Παθ., λύεται, ἀντίθετ. τῷ πήγνυται, [[αὐτόθι]] 4. 6. 3 ἑξ. 7) ἐπὶ φαρμάκων, λ. τὴν κοιλίαν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 1. 40· [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν ἀποτελεσμάτων τοῦ τρόμου, [[αὐτόθι]] 4. 7, κ. ἀλλ. III. λύω, ἐκπληρῶ, ἐκτελῶ, τὰ τοῦ θεοῦ μαντεῖα Σοφ. Ο. Τ. 407· λ. ὅρκους Πολύβ. 6. 58, 4. IV. [[προσφέρω]] ἐξιλέωσιν διά τι, ἐπανορθῶ τι, ὡς τὸ Λατ. luere, rependere, τὰς πρότερον ἁμαρτίας Ἀριστοφ. Βάτρ. 691· λ. ὅσ’ ἐξήμαρτον Σοφ. Φιλ. 1224· λ. φόνον φόνῳ ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 101, Εὐρ. Ὀρ. 510. - Μέσ., τῶν [[πάλαι]] πεπραγμένων λύσασθ’ [[αἷμα]] Αἰσχύλ. Χο. 804. V. μισθοὺς λύω, πληρώνω τοὺς μισθοὺς πλήρεις, ἀπαλλάττομαι αὐτῶν, ἐν χρήσει μόνον ἐν περιπτώσει ὑποχρεώσεως, Ξεν. Ἀγησ. 2, 31. 2) τέλη λύειν = λυσιτελεῖν, [[ἔνθα]] μὴ τέλη λύει φρονοῦντι (ἐξυπ. τὸ φρονεῖν), [[ὅπου]] δὲν ὠφελεῖ νὰ εἶναί τις [[φρόνιμος]], Σοφ. Ο. Τ. 316· ἀλλὰ συχνότερον [[ἁπλῶς]] τὸ λύει [[ἄνευ]] τοῦ τέλη, καὶ συντάσσεται ὡς τὸ λυσιτελεῖ, [[ἤτοι]] ἀπολ., λύει δ’ [[ἄλγος]] Εὐρ. Μήδ. 1362· ἢ [[μετὰ]] δοτ. προσ., φημὶ τοιοὺτους γάμους λύειν βροτοῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 627, πρβλ. Ἱππ. 441· μετ’ ἀπαρ., πῶς οὖν λύει... ἐπιβάλλειν; Εὐρ. Μήδ. 1112· ἐμοί τε λύει τοῖσι μέλλουσιν τέκνοις τὰ ζῶντ’ ὀνῆσαι, [[εἶναι]] καλὸν δι’ ἐμὲ τὰ ζῶντα τέκνα νὰ ὠφελήσωσι τὰ μέλλοντα νὰ γεννηθῶσι, [[αὐτόθι]] 566· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., λύει γὰρ ἡμῖν οὐδέν, οὐδ’ ἐπωφελεῖ βάξιν καλὴν λαβόντε δυσκλεῶς θανεῖν Σοφ. Ἠλ. 1005· πρβλ. [[λυσιτελέω]] Ι. 2. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |