Anonymous

ὑψίκερως: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ2 replacement
(1b)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ὑψίκερως
|Medium diacritics=ὑψίκερως
|Low diacritics=υψίκερως
|Capitals=ΥΨΙΚΕΡΩΣ
|Transliteration A=hypsíkerōs
|Transliteration B=hypsikerōs
|Transliteration C=ypsikeros
|Beta Code=u(yi/kerws
|Definition=ων, gen. ω, (< [[κέρας]]) [[high-horned]], [[ἔλαφος]] ''Od.'' 10.158; [[ὑψίκερω]]… [[φάσμα]] [[ταύρου]] S. ''Tr.'' 507 (lyr.); metaplast. acc., [[ὑψικέρατα]] [[πέτραν]] a [[high-peaked]] rock, Pi. ''Fr.'' 325; acc. fem., [[ὑψικέραν]] [[βοῦν]] B. 15.22.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑψίκερως''': -ων, γεν. -ω, ([[κέρας]]) ὁ ἔχων ὑψηλὰ κέρατα, [[ἔλαφος]] Ὀδ. Κ. 158· ὑψίκερω… [[φάσμα]] ταύρου Σοφ. Τραχ. 507· ― ἔχομεν [[ὡσαύτως]] αἰτ. κατὰ μεταπλασμόν, ὑψικέρᾱτα πέτραν, βράχον ὑψικόρυφον, Πινδ. (Ἀποσπ. 285) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 597, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 658, Χοιροβ. 50. 12.
|lstext='''ὑψίκερως''': -ων, γεν. -ω, ([[κέρας]]) ὁ ἔχων ὑψηλὰ κέρατα, [[ἔλαφος]] Ὀδ. Κ. 158· ὑψίκερω… [[φάσμα]] ταύρου Σοφ. Τραχ. 507· ― ἔχομεν [[ὡσαύτως]] αἰτ. κατὰ μεταπλασμόν, ὑψικέρᾱτα πέτραν, βράχον ὑψικόρυφον, Πινδ. (Ἀποσπ. 285) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 597, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 658, Χοιροβ. 50. 12.