Anonymous

χορδότονος: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ2 replacement
(4b)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=χορδότονος
|Medium diacritics=χορδότονος
|Low diacritics=χορδότονος
|Capitals=ΧΟΡΔΟΤΟΝΟΣ
|Transliteration A=chordótonos
|Transliteration B=chordotonos
|Transliteration C=chordotonos
|Beta Code=xordo/tonos
|Definition=ον, Pass., [[stretched with strings]], [[λύρα]] S. ''Fr.'' 244 (lyr.).
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για έγχορδο μουσικό όργανο) αυτός που έχει τεντωμένη [[χορδή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορδή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[τείνω]] «[[τεντώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>σχοινό</i>-<i>τονος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επίθ. παθ. σημ.
|mltxt=-ον, Α<br />(για έγχορδο μουσικό όργανο) αυτός που έχει τεντωμένη [[χορδή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορδή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[τείνω]] «[[τεντώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>σχοινό</i>-<i>τονος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επίθ. παθ. σημ.