Anonymous

καταγελάω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταγελάω:''' μέλ. <i>-άσομαι</i> — Παθ., παρακ. <i>-γεγέλασμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[χλευάζω]], [[περιγελώ]] ή [[εμπαίζω]], [[περιπαίζω]], με γεν., σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., [[γελώ]] περιπαικτικά, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[χλευάζω]], [[περιγελώ]], σε Ευρ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[περίγελως]], [[αντικείμενο]] χλευασμού, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''καταγελάω:''' μέλ. <i>-άσομαι</i> — Παθ., παρακ. <i>-γεγέλασμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[χλευάζω]], [[περιγελώ]] ή [[εμπαίζω]], [[περιπαίζω]], με γεν., σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., [[γελώ]] περιπαικτικά, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[χλευάζω]], [[περιγελώ]], σε Ευρ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[περίγελως]], [[αντικείμενο]] χλευασμού, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[καταγελῶ]], [[καταγελάω]])<br />[[γελώ]] περιφρονητικά σε [[βάρος]] κάποιου («καταγελᾷς ἤδη σύ μου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γελώ]] [[δυνατά]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 32: Line 35:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατα-γελάω uitlachen, bespotten, met gen.:; καταγελᾷς ἤδη σύ μου; ben je me nu al belachelijk aan het maken? Aristoph. Ach. 1081; met dat.:; πολλὰ τῷ ἀγάλματι κατεγέλασε hij dreef uitvoerig de spot met het beeld Hdt. 3.37.2; abs. honend lachen.
|elnltext=κατα-γελάω uitlachen, bespotten, met gen.:; καταγελᾷς ἤδη σύ μου; ben je me nu al belachelijk aan het maken? Aristoph. Ach. 1081; met dat.:; πολλὰ τῷ ἀγάλματι κατεγέλασε hij dreef uitvoerig de spot met het beeld Hdt. 3.37.2; abs. honend lachen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj