3,277,055
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ | |mltxt=-α, -ο (ΑΜ μηναῖος, -α, -ον Μ ουδ. και μηνίο και [[μηνίον]] και μηνιόν) [[μήν]]<br />αυτός που γίνεται ή συμβαίνει [[κάθε]] [[μήνα]], ο [[μηνιαίος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μηναίο</i>(<i>ν</i>)<br />[[μισθός]] ενός [[μήνα]], μηνιάτικο<br /><b>2.</b> (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τα Μηναία</i><br />[[δώδεκα]] λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας, ένα για [[κάθε]] [[μήνα]], τα οποία περιέχουν τις ακολουθίες τών εορτών και τών αγίων που τιμά [[κάθε]] [[μέρα]] η Εκκλησία [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του εκκλησιαστικού έτους, το οποίο εκτείνεται από την 1η Σεπτεμβρίου [[μέχρι]] την 31 η Αυγούστου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> μισθωτή [[υπηρεσία]]<br /><b>2.</b> [[εκμίσθωση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πιάνω]] εἰς τὸ [[μηνίον]]» — [[προσλαμβάνω]] κάποιον με [[μισθό]]<br />β) «ποιῶ [[μηνίον]]» — [[δίνω]] ή [[ορίζω]] μηνιαίο [[μισθό]]. | ||
}} | }} |