μηναῖος

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηναῖος Medium diacritics: μηναῖος Low diacritics: μηναίος Capitals: ΜΗΝΑΙΟΣ
Transliteration A: mēnaîos Transliteration B: mēnaios Transliteration C: minaios Beta Code: mhnai=os

English (LSJ)

α, ον, lunar, Orac. ap. Lyd.Mens.3.8.

Greek (Liddell-Scott)

μηναῖος: -α, -ον, ὁ κατὰ μῆνα…, ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 954· ― τὰ μηναῖα, ὡς καὶ νῦν, τὰ βιβλία τὰ περιέχοντα τὰς δι’ ἕκαστον μῆνα ἀκολουθίας, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ μηναῖος, -α, -ον Μ ουδ. και μηνίο και μηνίον και μηνιόν) μήν
αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κάθε μήνα, ο μηνιαίος
νεοελλ.-μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. το μηναίο(ν)
μισθός ενός μήνα, μηνιάτικο
2. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα Μηναία
δώδεκα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας, ένα για κάθε μήνα, τα οποία περιέχουν τις ακολουθίες τών εορτών και τών αγίων που τιμά κάθε μέρα η Εκκλησία κατά τη διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους, το οποίο εκτείνεται από την 1η Σεπτεμβρίου μέχρι την 31 η Αυγούστου
μσν.
1. μισθωτή υπηρεσία
2. εκμίσθωση
3. φρ. α) «πιάνω εἰς τὸ μηνίον» — προσλαμβάνω κάποιον με μισθό
β) «ποιῶ μηνίον» — δίνω ή ορίζω μηνιαίο μισθό.