Anonymous

ενέχω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  25 March 2021
m
Text replacement - "εῑχε" to "εῖχε"
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑχε" to "εῖχε")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐνέχω]]) [[έχω]]<br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> έχω [[ενοχή]] σε [[κάτι]], [[είμαι]] [[ένοχος]], [[είμαι]] μπλεγμένος σε κολάσιμη [[πράξη]] («ενέχεται σε φόνο»)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[υπεύθυνος]], [[συμμετέχω]] στην [[ευθύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εμπεριέχω]], [[κρύβω]] [[μέσα]] μου («το [[γεγονός]] ενέχει κινδύνους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ.) [[διατηρώ]] [[εναντίον]] κάποιου [[οργή]], [[μίσος]], δυσμενή [[διάθεση]] κ.λπ. («Ἀστυάγης δε κρύπτων τὸν οἱ ἐνεῑχε χόλον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μνησικακώ]], έχω [[έχθρα]] [[εναντίον]] κάποιου, οργίζομαι, φέρομαι προσβλητικά<br /><b>3.</b> (με εμπρόθ. τοπ. προσδ.) [[εισχωρώ]], [[εισέρχομαι]] [[κάπου]] («[[ὅπως]] ἅν εἰς τὸν κόλπον... αἱ αὐγαὶ τοῦ φέγγους ὡς [[μάλιστα]] ἐνέχωσιν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> δεσμεύομαι από [[κάτι]], εμπλέκομαι σε [[κάτι]] («τῇ πάγῃ ένέχεσθαι, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[εμπίπτω]], [[περιέρχομαι]] σε [[κάτι]], καταλαμβάνομαι από [[κάτι]] («φιλοτιμίᾳ ἐνέχεται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[υπόκειμαι]] σε [[κάτι]]<br /><b>7.</b> (ως δικαν. όρος) καταδικάζομαι ως [[ένοχος]] («ἐνεχέσθω τῇ τεταγμένῃ ζημίᾳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> [[στέκομαι]] σε μια [[θέση]], [[σταματώ]], [[μένω]] («ἐν δέ [[ταύτη]] πως ἐνέσχετο» — σ' αυτήν όμως στάθηκε, σταμάτησε [[κάπως]], <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=(AM [[ἐνέχω]]) [[έχω]]<br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> έχω [[ενοχή]] σε [[κάτι]], [[είμαι]] [[ένοχος]], [[είμαι]] μπλεγμένος σε κολάσιμη [[πράξη]] («ενέχεται σε φόνο»)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[υπεύθυνος]], [[συμμετέχω]] στην [[ευθύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εμπεριέχω]], [[κρύβω]] [[μέσα]] μου («το [[γεγονός]] ενέχει κινδύνους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ.) [[διατηρώ]] [[εναντίον]] κάποιου [[οργή]], [[μίσος]], δυσμενή [[διάθεση]] κ.λπ. («Ἀστυάγης δε κρύπτων τὸν οἱ ἐνεῖχε χόλον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μνησικακώ]], έχω [[έχθρα]] [[εναντίον]] κάποιου, οργίζομαι, φέρομαι προσβλητικά<br /><b>3.</b> (με εμπρόθ. τοπ. προσδ.) [[εισχωρώ]], [[εισέρχομαι]] [[κάπου]] («[[ὅπως]] ἅν εἰς τὸν κόλπον... αἱ αὐγαὶ τοῦ φέγγους ὡς [[μάλιστα]] ἐνέχωσιν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> δεσμεύομαι από [[κάτι]], εμπλέκομαι σε [[κάτι]] («τῇ πάγῃ ένέχεσθαι, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[εμπίπτω]], [[περιέρχομαι]] σε [[κάτι]], καταλαμβάνομαι από [[κάτι]] («φιλοτιμίᾳ ἐνέχεται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[υπόκειμαι]] σε [[κάτι]]<br /><b>7.</b> (ως δικαν. όρος) καταδικάζομαι ως [[ένοχος]] («ἐνεχέσθω τῇ τεταγμένῃ ζημίᾳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> [[στέκομαι]] σε μια [[θέση]], [[σταματώ]], [[μένω]] («ἐν δέ [[ταύτη]] πως ἐνέσχετο» — σ' αυτήν όμως στάθηκε, σταμάτησε [[κάπως]], <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}