ενέχω
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
Greek Monolingual
(AM ἐνέχω) έχω
1. μέσ. έχω ενοχή σε κάτι, είμαι ένοχος, είμαι μπλεγμένος σε κολάσιμη πράξη («ενέχεται σε φόνο»)
2. είμαι υπεύθυνος, συμμετέχω στην ευθύνη
νεοελλ.
εμπεριέχω, κρύβω μέσα μου («το γεγονός ενέχει κινδύνους»)
αρχ.
1. (με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ.) διατηρώ εναντίον κάποιου οργή, μίσος, δυσμενή διάθεση κ.λπ. («Ἀστυάγης δε κρύπτων τὸν οἱ ἐνεῖχε χόλον», Ηρόδ.)
2. μνησικακώ, έχω έχθρα εναντίον κάποιου, οργίζομαι, φέρομαι προσβλητικά
3. (με εμπρόθ. τοπ. προσδ.) εισχωρώ, εισέρχομαι κάπου («ὅπως ἅν εἰς τὸν κόλπον... αἱ αὐγαὶ τοῦ φέγγους ὡς μάλιστα ἐνέχωσιν», Ξεν.)
4. παθ. δεσμεύομαι από κάτι, εμπλέκομαι σε κάτι («τῇ πάγῃ ένέχεσθαι, Ηρόδ.)
5. παθ. εμπίπτω, περιέρχομαι σε κάτι, καταλαμβάνομαι από κάτι («φιλοτιμίᾳ ἐνέχεται», Ευρ.)
6. υπόκειμαι σε κάτι
7. (ως δικαν. όρος) καταδικάζομαι ως ένοχος («ἐνεχέσθω τῇ τεταγμένῃ ζημίᾳ», Πλάτ.)
8. στέκομαι σε μια θέση, σταματώ, μένω («ἐν δέ ταύτη πως ἐνέσχετο» — σ' αυτήν όμως στάθηκε, σταμάτησε κάπως, Πλάτ.).