Anonymous

σωματοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "<b class="b3">ῠ], ᾰκος, ὁ</b>" to "ῠ], ᾰκος, ὁ")
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ακος, , ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σωματοφύλακας]].
|mltxt=ο [[σωματοφύλακας]] / [[σωματοφύλαξ]], -ακος, ΝΜΑ, θηλ. [[σωματοφυλάκισσα]] Μ<br />[[άτομο]] επιφορτισμένο με τη [[διαφύλαξη]] της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας ενός προσώπου (α. «οι σωματοφύλακες του Προέδρου της Δημοκρατίας» β. «καὶ προσέταξεν Ὀλοφέρνης τοῑς σωματοφύλαξιν μή διακωλύειν αὐτήν», ΠΔ<br />γ. «[[τότε]] δὲ [[σωματοφύλαξ]] ὑπάρχων [[μάλιστα]] προσεῖχε τῷ βασιλεῑ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που προστατεύει το [[σώμα]] από κάποιο [[κακό]] («[[φυλακτήριον]] [[σωματοφύλαξ]] πρὸς [[δαίμονας]]», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]], -<i>αχος</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σωμᾰτοφύλαξ -κος, ὁ [σῶμα, φύλαξ] lijfwacht, bodyguard.
|elnltext=σωμᾰτοφύλαξ -κος, ὁ [σῶμα, φύλαξ] lijfwacht, bodyguard.
}}
}}