Anonymous

έπομαι: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  25 March 2021
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἕπομαι]])<br /><b>1.</b> [[ακολουθώ]] άλλον, [[συνοδεύω]] (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «τῷ δ’ ἅμα [[τεσσαράκοντα]] μέλαιναι [[νῆες]] ἕποντο Λοκρῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (στο γ’ εν. πρόσ.) <i>ἕπεται</i><br />προκύπτει, εξάγεται ως [[συμπέρασμα]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ.) <i>ἑπόμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που ακολουθεί<br /><b>4.</b> (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ἡ ἑπομένη</i> ([[ημέρα]])<br />η επαύριον<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] επόμενο» — [[είναι]] [[φυσικό]], [[λογικό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνοδεύω]] κάποιον τιμητικά («θεοὶ δ’ ἅμα πάντες ἕποντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνοδεύω]] κάποιον ως [[υπερασπιστής]] («εἰ δή τοι νέῳ ὧδε θεοὶ πομπῆες ἕπονται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταδιώκω]] («οἱ πελτασταὶ εἵποντο διώκοντες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[μπορώ]] να [[συμβαδίζω]], δεν [[μένω]] [[πίσω]] («ὃς καὶ θνητὸς ἐὼν ἕπεθ’ ἵπποις ἀθανάτοισι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[μέλη]] ή [[δύναμη]] ανθρώπου) δεν [[υστερώ]] («γνοίης χ’ οἵη ἐμὴ [[δύναμις]] καὶ χεῑρες ἕπονται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> εννοῶ, [[καταλαβαίνω]] («οὐχ ἕσπου τοῑς λεχθεῑσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[παρακολουθώ]] [[κίνηση]] άλλου («[[τρυφάλεια]] ἅμ’ ἕσπετο χειρὶ παχείῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> (για [[προίκα]]) αυτή που παίρνει η [[νύφη]] («[[ὅσσα]] ἔοικε φίλης ἐπὶ παιδὸς ἕπεσθαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>9.</b> [[είμαι]] [[στενά]] δεμένος, [[ακολουθώ]] («πειθὼ δ’ ἕποιτο καὶ [[τύχη]] [[πρακτήριος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>10.</b> [[ακολουθώ]] τα ίχνη, [[ανιχνεύω]] («κἂν λειφθῆτε, τῷ στίβῳ τῶν ἵππων ἕπεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>11.</b> πείθομαι, [[υπακούω]] («χρὴ καὶ ἐμὲ ἑπόμενον τῷ νόμῳ πειρᾱσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>12.</b> [[πλησιάζω]] («ἀλλ’ ἕπεο [[προτέρω]], ἵνα τοι πὰρ ξείνια»)<br /><b>13.</b> (για χρόνο) [[ακολουθώ]] σε χρόνο ή [[τάξη]] («oἱ [[πρόσθεν]] παρέδοσαν ἡμῑν τοῑς ἑπομένοις ἑκείνοις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>14.</b> [[συμφωνώ]], [[ταιριάζω]] («πιλίδιά τε περὶ τὴν κεφαλὴν περιτιθεὶς καὶ τὰ τούτοις ἑπόμενα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>15.</b> (για λόγο) [[αρμόζω]] («ἕπεται δὲ [[λόγος]] εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>16.</b> [[αποδέχομαι]] την [[πρόσκληση]] («ὡς δὲ [[πάνυ]] ἀχθόμενος φανερὸς ἧν, εἰ μὴ ἕποιντο, συνηκολούθησαν», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[επομένως]] (AM [[ἑπομένως]])<br />[[καθώς]] συνάγεται, όπως εξάγεται ως [[συμπέρασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>hέπομαι</i> <span style="color: red;"><</span> [[σέπομαι]], από ΙΕ [[ρίζα]] <i>sek</i><sup>w</sup>- «[[ακολουθώ]], [[έπομαι]]». Ο τ. [[έπομαι]] [[είναι]] αρχ. [[θεματικός]] ενεστώτας που αντιστοιχεί απολύτως [[προς]] λατ. <i>sequor</i> «[[ακολουθώ]]», αρχ. ινδ. <i>sacate</i> «ἐπεται», αβεστ. <i>hačaite</i>. Ο αόρ. β’ <i>εσπόμην</i>, που μαρτυρείται ήδη από τον Όμηρο, δασύνεται αναλογικά [[προς]] τον ενεστώτα και τον παρατατικό του ρήματος. Μοναδικό παράγωγο της λ. [[είναι]] ο τ. [[επέτης]] «[[συνοδός]]», που εμφανίζει την απαθή [[βαθμίδα]] και απαντά στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>e</i>-<i>qe</i>-<i>ta</i>, ενώ την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της αρχικής ρίζας εμφανίζουν οι τ. [[αοσσώ]], [[οπάων]]].
|mltxt=(AM [[ἕπομαι]])<br /><b>1.</b> [[ακολουθώ]] άλλον, [[συνοδεύω]] (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «τῷ δ’ ἅμα [[τεσσαράκοντα]] μέλαιναι [[νῆες]] ἕποντο Λοκρῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (στο γ’ εν. πρόσ.) <i>ἕπεται</i><br />προκύπτει, εξάγεται ως [[συμπέρασμα]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ.) <i>ἑπόμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που ακολουθεί<br /><b>4.</b> (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ἡ ἑπομένη</i> ([[ημέρα]])<br />η επαύριον<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] επόμενο» — [[είναι]] [[φυσικό]], [[λογικό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνοδεύω]] κάποιον τιμητικά («θεοὶ δ’ ἅμα πάντες ἕποντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνοδεύω]] κάποιον ως [[υπερασπιστής]] («εἰ δή τοι νέῳ ὧδε θεοὶ πομπῆες ἕπονται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταδιώκω]] («οἱ πελτασταὶ εἵποντο διώκοντες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[μπορώ]] να [[συμβαδίζω]], δεν [[μένω]] [[πίσω]] («ὃς καὶ θνητὸς ἐὼν ἕπεθ’ ἵπποις ἀθανάτοισι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[μέλη]] ή [[δύναμη]] ανθρώπου) δεν [[υστερώ]] («γνοίης χ’ οἵη ἐμὴ [[δύναμις]] καὶ χεῑρες ἕπονται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> εννοῶ, [[καταλαβαίνω]] («οὐχ ἕσπου τοῖς λεχθεῑσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[παρακολουθώ]] [[κίνηση]] άλλου («[[τρυφάλεια]] ἅμ’ ἕσπετο χειρὶ παχείῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> (για [[προίκα]]) αυτή που παίρνει η [[νύφη]] («[[ὅσσα]] ἔοικε φίλης ἐπὶ παιδὸς ἕπεσθαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>9.</b> [[είμαι]] [[στενά]] δεμένος, [[ακολουθώ]] («πειθὼ δ’ ἕποιτο καὶ [[τύχη]] [[πρακτήριος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>10.</b> [[ακολουθώ]] τα ίχνη, [[ανιχνεύω]] («κἂν λειφθῆτε, τῷ στίβῳ τῶν ἵππων ἕπεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>11.</b> πείθομαι, [[υπακούω]] («χρὴ καὶ ἐμὲ ἑπόμενον τῷ νόμῳ πειρᾱσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>12.</b> [[πλησιάζω]] («ἀλλ’ ἕπεο [[προτέρω]], ἵνα τοι πὰρ ξείνια»)<br /><b>13.</b> (για χρόνο) [[ακολουθώ]] σε χρόνο ή [[τάξη]] («oἱ [[πρόσθεν]] παρέδοσαν ἡμῑν τοῖς ἑπομένοις ἑκείνοις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>14.</b> [[συμφωνώ]], [[ταιριάζω]] («πιλίδιά τε περὶ τὴν κεφαλὴν περιτιθεὶς καὶ τὰ τούτοις ἑπόμενα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>15.</b> (για λόγο) [[αρμόζω]] («ἕπεται δὲ [[λόγος]] εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>16.</b> [[αποδέχομαι]] την [[πρόσκληση]] («ὡς δὲ [[πάνυ]] ἀχθόμενος φανερὸς ἧν, εἰ μὴ ἕποιντο, συνηκολούθησαν», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[επομένως]] (AM [[ἑπομένως]])<br />[[καθώς]] συνάγεται, όπως εξάγεται ως [[συμπέρασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>hέπομαι</i> <span style="color: red;"><</span> [[σέπομαι]], από ΙΕ [[ρίζα]] <i>sek</i><sup>w</sup>- «[[ακολουθώ]], [[έπομαι]]». Ο τ. [[έπομαι]] [[είναι]] αρχ. [[θεματικός]] ενεστώτας που αντιστοιχεί απολύτως [[προς]] λατ. <i>sequor</i> «[[ακολουθώ]]», αρχ. ινδ. <i>sacate</i> «ἐπεται», αβεστ. <i>hačaite</i>. Ο αόρ. β’ <i>εσπόμην</i>, που μαρτυρείται ήδη από τον Όμηρο, δασύνεται αναλογικά [[προς]] τον ενεστώτα και τον παρατατικό του ρήματος. Μοναδικό παράγωγο της λ. [[είναι]] ο τ. [[επέτης]] «[[συνοδός]]», που εμφανίζει την απαθή [[βαθμίδα]] και απαντά στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>e</i>-<i>qe</i>-<i>ta</i>, ενώ την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της αρχικής ρίζας εμφανίζουν οι τ. [[αοσσώ]], [[οπάων]]].
}}
}}