Anonymous

μη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  25 March 2021
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και, [[πριν]] από [[φωνήεν]] ή [[πριν]] από τα σύμφωνα κ, π, τ, ξ, ψ, μην (ΑΜ μή και μήν, Α [[ηλειακός]] τ. μά)<br />(αρνητικό [[μόριο]] που συνοδεύει ρηματικούς ή ονοματικούς τύπους και δηλώνει [[βούληση]], [[απόρριψη]], [[σχετικότητα]], [[υποκειμενικότητα]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το <i>οὐ</i> της αρχαίας Ελληνικής, που δηλώνει [[γεγονός]], [[πραγματικότητα]], [[αντικειμενικότητα]], το απόλυτο)<br /><b>1.</b> σε κύριες προτάσεις, σε εκφράσεις βούλησης ή επιθυμίας, προσταγής, ικεσίας ή αποτροπής δηλώνει: α) [[απαγόρευση]], [[αποτροπή]] ή [[παραίνεση]] (α. «μην πας» β. «μη μέ στενοχωρείς» γ. «μὴ ποιεῑτε ταῡτα», Ιωάνν. Χρυσ.)<br />β) [[απευχή]], [[ευχή]] να μη γίνει [[κάτι]] (α. «ὃ μὴ γένοιτο<br />β. «ἃ μὴ κραίνοι ἡ [[τύχη]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) [[ευχή]] να γίνει [[κάτι]] ή όρκο (α. «να μη χαρώ τα [[παιδιά]] μου» β. «μὰ τὴν Ἀφροδίτην... μὴ 'γώ σ' ἀφήσω», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> σε δευτερεύουσες προτάσεις δηλώνει: α) (με τους τελικούς συνδέσμους <i>να</i>, <i>για να</i>, <i>ἵνα</i>, [[ὅπως]], <i>ὡς</i>, [[ὄφρα]]) αρνητικό σκοπό ή [[αποτροπή]] (α. «τον τιμώρησα για να μην το ξανακάνει» β. «[[ὅπως]] μὴ ἀποθανεῑται», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (με ρήματα που σημαίνουν φόβο, [[στενοχώρια]] ή [[προσδοκία]]) ενδοιασμό, [[φροντίδα]], [[υποψία]] [[μήπως]] [[είναι]] ή [[μήπως]] αποδειχθεί ότι [[είναι]] [[κάτι]] (α. «[[φοβάμαι]] μη μού κρύβεις την [[αλήθεια]]» β. «πρόσεξε μη σέ δει και θυμώσει» γ. «ὅρα,... μὴ περὶ τοῑς φιλτάτοις κυβεύῃς τε καὶ κινδυνεύης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (σε ερωτήσεις) δηλώνει [[απορία]], [[προσδοκία]] (α. «μην είδες τον Γιώργο;» β. «μὴ οἱ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διαφθείρουσι τοὺς νεωτέρους», <b>Πλάτ.</b>).<br /><b>4.</b> (με ουσιαστικά, επίθετα, μετοχές, αντωνυμίες ή επιρρήματα) παρέχει την αρνητική [[πλευρά]] της έννοιας της λέξης με την οποία συνεκφέρεται (α. «μη [[χειρότερα]]» β. «μη [[ευσυνείδητος]]» — [[ασυνείδητος]]<br />γ. «ἡ μὴ [[ἐπιτροπή]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> χρησιμοποιείται για να δηλώσει [[κατάρα]] («[[χαΐρι]] και [[προκοπή]] να μη [[δεις]]»<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θέλοντας και μη (θέλοντας)» — ανεξάρτητα από τη [[θέληση]] κάποιου, με το [[ζόρι]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(απολύτως, ενώ εξυπακούεται κάποιο [[ρήμα]]) χρησιμοποιείται ως [[επιφώνημα]], όταν απαγορεύουμε [[κάτι]] ή αποτρέπουμε κάποιον από το να κάνει [[κάτι]] (α. «μη, [[προς]] θεού!» β. «μη, μη!»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>μή</i>/<i>μά</i> ανάγεται σε ΙΕ αρνητικό [[μόριο]] <i>m</i><i>ē</i> και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ā</i>, ιραν. <i>m</i><i>ā</i>, τοχαρ. <i>m</i><i>ā</i>, αρμ. <i>mi</i>, αλβ. <i>mos</i>. Από το αρνητικό [[μόριο]] <i>μή</i> έχουν σχηματιστεί τα [[μηδέ]] ([[μηδαμός]], [[μηδείς]]), [[μηκέτι]], [[μήτε]] κ.λπ.].
|mltxt=και, [[πριν]] από [[φωνήεν]] ή [[πριν]] από τα σύμφωνα κ, π, τ, ξ, ψ, μην (ΑΜ μή και μήν, Α [[ηλειακός]] τ. μά)<br />(αρνητικό [[μόριο]] που συνοδεύει ρηματικούς ή ονοματικούς τύπους και δηλώνει [[βούληση]], [[απόρριψη]], [[σχετικότητα]], [[υποκειμενικότητα]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το <i>οὐ</i> της αρχαίας Ελληνικής, που δηλώνει [[γεγονός]], [[πραγματικότητα]], [[αντικειμενικότητα]], το απόλυτο)<br /><b>1.</b> σε κύριες προτάσεις, σε εκφράσεις βούλησης ή επιθυμίας, προσταγής, ικεσίας ή αποτροπής δηλώνει: α) [[απαγόρευση]], [[αποτροπή]] ή [[παραίνεση]] (α. «μην πας» β. «μη μέ στενοχωρείς» γ. «μὴ ποιεῑτε ταῡτα», Ιωάνν. Χρυσ.)<br />β) [[απευχή]], [[ευχή]] να μη γίνει [[κάτι]] (α. «ὃ μὴ γένοιτο<br />β. «ἃ μὴ κραίνοι ἡ [[τύχη]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) [[ευχή]] να γίνει [[κάτι]] ή όρκο (α. «να μη χαρώ τα [[παιδιά]] μου» β. «μὰ τὴν Ἀφροδίτην... μὴ 'γώ σ' ἀφήσω», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> σε δευτερεύουσες προτάσεις δηλώνει: α) (με τους τελικούς συνδέσμους <i>να</i>, <i>για να</i>, <i>ἵνα</i>, [[ὅπως]], <i>ὡς</i>, [[ὄφρα]]) αρνητικό σκοπό ή [[αποτροπή]] (α. «τον τιμώρησα για να μην το ξανακάνει» β. «[[ὅπως]] μὴ ἀποθανεῑται», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (με ρήματα που σημαίνουν φόβο, [[στενοχώρια]] ή [[προσδοκία]]) ενδοιασμό, [[φροντίδα]], [[υποψία]] [[μήπως]] [[είναι]] ή [[μήπως]] αποδειχθεί ότι [[είναι]] [[κάτι]] (α. «[[φοβάμαι]] μη μού κρύβεις την [[αλήθεια]]» β. «πρόσεξε μη σέ δει και θυμώσει» γ. «ὅρα,... μὴ περὶ τοῖς φιλτάτοις κυβεύῃς τε καὶ κινδυνεύης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (σε ερωτήσεις) δηλώνει [[απορία]], [[προσδοκία]] (α. «μην είδες τον Γιώργο;» β. «μὴ οἱ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διαφθείρουσι τοὺς νεωτέρους», <b>Πλάτ.</b>).<br /><b>4.</b> (με ουσιαστικά, επίθετα, μετοχές, αντωνυμίες ή επιρρήματα) παρέχει την αρνητική [[πλευρά]] της έννοιας της λέξης με την οποία συνεκφέρεται (α. «μη [[χειρότερα]]» β. «μη [[ευσυνείδητος]]» — [[ασυνείδητος]]<br />γ. «ἡ μὴ [[ἐπιτροπή]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> χρησιμοποιείται για να δηλώσει [[κατάρα]] («[[χαΐρι]] και [[προκοπή]] να μη [[δεις]]»<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θέλοντας και μη (θέλοντας)» — ανεξάρτητα από τη [[θέληση]] κάποιου, με το [[ζόρι]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(απολύτως, ενώ εξυπακούεται κάποιο [[ρήμα]]) χρησιμοποιείται ως [[επιφώνημα]], όταν απαγορεύουμε [[κάτι]] ή αποτρέπουμε κάποιον από το να κάνει [[κάτι]] (α. «μη, [[προς]] θεού!» β. «μη, μη!»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>μή</i>/<i>μά</i> ανάγεται σε ΙΕ αρνητικό [[μόριο]] <i>m</i><i>ē</i> και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ā</i>, ιραν. <i>m</i><i>ā</i>, τοχαρ. <i>m</i><i>ā</i>, αρμ. <i>mi</i>, αλβ. <i>mos</i>. Από το αρνητικό [[μόριο]] <i>μή</i> έχουν σχηματιστεί τα [[μηδέ]] ([[μηδαμός]], [[μηδείς]]), [[μηκέτι]], [[μήτε]] κ.λπ.].
}}
}}
{{etym
{{etym