μη

From LSJ

τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent

Source

Greek Monolingual

και, πριν από φωνήεν ή πριν από τα σύμφωνα κ, π, τ, ξ, ψ, μην (ΑΜ μή και μήν, Α ηλειακός τ. μά)
(αρνητικό μόριο που συνοδεύει ρηματικούς ή ονοματικούς τύπους και δηλώνει βούληση, απόρριψη, σχετικότητα, υποκειμενικότητα, σε αντιδιαστολή προς το οὐ της αρχαίας Ελληνικής, που δηλώνει γεγονός, πραγματικότητα, αντικειμενικότητα, το απόλυτο)
1. σε κύριες προτάσεις, σε εκφράσεις βούλησης ή επιθυμίας, προσταγής, ικεσίας ή αποτροπής δηλώνει: α) απαγόρευση, αποτροπή ή παραίνεση (α. «μην πας» β. «μη μέ στενοχωρείς» γ. «μὴ ποιεῖτε ταῦτα», Ιωάνν. Χρυσ.)
β) απευχή, ευχή να μη γίνει κάτι (α. «ὃ μὴ γένοιτο
β. «ἃ μὴ κραίνοι ἡ τύχη», Αισχύλ.)
γ) ευχή να γίνει κάτι ή όρκο (α. «να μη χαρώ τα παιδιά μου» β. «μὰ τὴν Ἀφροδίτην... μὴ 'γώ σ' ἀφήσω», Αριστοφ.)
2. σε δευτερεύουσες προτάσεις δηλώνει: α) (με τους τελικούς συνδέσμους να, για να, ἵνα, ὅπως, ὡς, ὄφρα) αρνητικό σκοπό ή αποτροπή (α. «τον τιμώρησα για να μην το ξανακάνει» β. «ὅπως μὴ ἀποθανεῖται», Πλάτ.)
β) (με ρήματα που σημαίνουν φόβο, στενοχώρια ή προσδοκία) ενδοιασμό, φροντίδα, υποψία μήπως είναι ή μήπως αποδειχθεί ότι είναι κάτι (α. «φοβάμαι μη μού κρύβεις την αλήθεια» β. «πρόσεξε μη σέ δει και θυμώσει» γ. «ὅρα,... μὴ περὶ τοῖς φιλτάτοις κυβεύῃς τε καὶ κινδυνεύης», Πλάτ.)
3. (σε ερωτήσεις) δηλώνει απορία, προσδοκία (α. «μην είδες τον Γιώργο;» β. «μὴ οἱ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διαφθείρουσι τοὺς νεωτέρους», Πλάτ.).
4. (με ουσιαστικά, επίθετα, μετοχές, αντωνυμίες ή επιρρήματα) παρέχει την αρνητική πλευρά της έννοιας της λέξης με την οποία συνεκφέρεται (α. «μη χειρότερα» β. «μη ευσυνείδητος» — ασυνείδητος
γ. «ἡ μὴ ἐπιτροπή», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. χρησιμοποιείται για να δηλώσει κατάραχαΐρι και προκοπή να μη δεις»
2. φρ. «θέλοντας και μη (θέλοντας)» — ανεξάρτητα από τη θέληση κάποιου, με το ζόρι
νεοελλ.-μσν.
(απολύτως, ενώ εξυπακούεται κάποιο ρήμα) χρησιμοποιείται ως επιφώνημα, όταν απαγορεύουμε κάτι ή αποτρέπουμε κάποιον από το να κάνει κάτι (α. «μη, προς θεού!» β. «μη, μη!»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μή/μά ανάγεται σε ΙΕ αρνητικό μόριο mē και συνδέεται με αρχ. ινδ. mā, ιραν. mā, τοχαρ. mā, αρμ. mi, αλβ. mos. Από το αρνητικό μόριο μή έχουν σχηματιστεί τα μηδέ (μηδαμός, μηδείς), μηκέτι, μήτε κ.λπ.].

Frisk Etymological English

Grammatical information: pcle
Meaning: not, that not (Il.); further μηδέ, μηδείς, μηκέτι, μήτε etc., s. οὑ. -
Origin: IE [Indo-European] [703] *meh₁
Etymology: Old prohibitive negation, identical with Arm. mi, Skt. , OIran. a. Toch. ; IE *meh₁; here also Alb. mo id. < *meh₁-s.

Frisk Etymology German

μη: {mē}
Meaning: nicht, daß nicht (seit Il.);
Derivative: dazu μηδέ, μηδείς, μηκέτι, μήτε usw., s. οὐ.
Etymology : Alte prohibitive Negation, mit arm. mi, aind. , airan. u. toch. identisch; idg. *; dazu alb. mo ib. aus *-s.
Page 2,222