Anonymous

τέλος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  25 March 2021
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - "nisi leg." to "nisi leg.")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> η [[ολοκλήρωση]], η [[τελείωση]] ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, [[αποπεράτωση]], [[πέρας]] (α. «το [[τέλος]] του δρόμου» β. «το [[τέλος]] της προσπάθειας» γ. «[[τέλος]] της εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν [[τέλος]] ἐπιθεῑναι τοῑς πραττομένοις;», Iσοκρ.)<br /><b>2.</b> [[παύση]], [[λήξη]] (α. «το [[τέλος]] της παράστασης» β. «ὡς δὲ πρὸς [[τέλος]] γόων ἀφίκοντο», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έκβαση]], [[αποτέλεσμα]] (α. «[[θέλω]] να δω τί [[τέλος]] θα έχει» β. «[[τέλος]] τοιόνδε ἐγένετο τῆς μάχης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> το [[τέρμα]] της ζωής, ο [[θάνατος]] (α. «το [[τέλος]] μου έχει να [[γενή]] στην [[φυλακή]] ετούτη», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «τῶν ἤδη [[τέλος]] ἐχόντων» — τών [[νεκρών]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> χρηματική [[παροχή]] που επιβάλλεται από το [[κράτος]], [[φόρος]], [[δασμός]] (α. «ταχυδρομικό [[τέλος]]» β. «τὸ ὡρισμένον τῆς αἰτήσεως [[τέλος]]», πάπ.)<br /><b>6.</b> ο [[τελικός]], ο [[αντικειμενικός]] [[σκοπός]]<br /><b>7.</b> (στην αρχ. φιλοσ.) α) το ύψιστο [[σημείο]], το ιδανικό<br />β) (στον <b>Αριστοτ.</b>) i) τελικό [[αίτιο]]<br />ii) το κύριο και πρώτιστο [[αγαθό]]<br /><b>8.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) τελικά (α. «[[τέλος]] έφυγε» β. «[[τέλος]] οὐδέτεροι νικήσαντες διέστησαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «στο [[τέλος]]» και «εἰς [ὴ ἐς] [[τέλος]]» — τελικά<br />β) «[[παίρνω]] [[τέλος]]» και «[[τέλος]] [[λαμβάνω]]» — ολοκληρώνομαι, συμπληρώνομαι<br />γ) «μηδένα προ του τέλους μακάριζε» — μη θεωρείς κανέναν ευτυχισμένο [[προτού]] [[δεις]] το [[τέλος]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «εν τέλει»<br />i) τελικά<br />ii) για να τελειώνουμε<br />β) «[[τέλος]] πάντων» και «τελοσπάντων» — ας τελειώνουμε, τελικά<br />γ) «από [[αρχή]] [[μέχρι]] τέλους» — σε όλη την [[έκταση]], σε όλα τα μέρη, [[παντού]]<br />δ) καλά [[τέλη]]»<br />i) καλά αποτελέσματα<br />ii) καλά [[γηρατειά]]<br />ε) «[[δίνω]] [[τέλος]] σε [[κάτι]]» — [[τερματίζω]] [[κάτι]], δεν [[αφήνω]] να υπάρξει [[συνέχεια]]<br />στ) «[[τέλος]] καλό, όλα καλά» — το αίσιο [[τέλος]] απαλύνει τις οποιεσδήποτε δυσάρεστες εμπειρίες από μια δύσκολη [[κατάσταση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δαπάνη]], έξοδα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς [ἤ ἐς] [[τέλος]]» — εξ ολοκλήρου, εντελώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ουσία]], ο [[κύριος]] [[σκοπός]] ενός πράγματος<br /><b>2.</b> η τέλεια [[ηλικία]] («εἰς ἀνδρὸς [[τέλος]]» — στην ανδρική [[ηλικία]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> η τελική [[απόφαση]]<br /><b>4.</b> (σχετικά με αγώνα) [[βραβείο]] («ἔφερε πυγμᾱς [[τέλος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> η υπέρτατη [[εξουσία]]<br /><b>6.</b> η ύψιστη [[θέση]] στον πολιτικό βίο<br /><b>7.</b> η [[κυβέρνηση]] («τοιαῡτ' ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> [[διάταγμα]]<br /><b>9.</b> [[υπούργημα]] («ἔξω τοῡ τέλους εἰσὶ τούτου», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>10.</b> θρησκευτική [[εορτή]] και, [[ιδίως]], η [[τελετή]] του γάμου («[[τέλος]] ὁ [[γάμος]] ἐκαλεῑτο», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[συμβάν]], [[περιστατικό]] («οὐ γὰρ ἔγωγέ τι φημι [[τέλος]] χαριέστερον [[εἶναι]] ἤ ὅτε...», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>12.</b> [[δύναμη]], [[δραστικότητα]], αποτελεσματικότητα («καὶ τοῑσ' ουδὲν ἔπεστι [[τέλος]]», Σόλ.)<br /><b>13.</b> (στην Αθήνα) η [[περιουσία]] του πολίτη, σύμφωνα με την οποία καθορίζονταν και οι εισφορές του<br /><b>14.</b> κτηματική [[διαίρεση]] και [[διανομή]] («Κορωνείων τὸ [[τέλος]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>15.</b> <b>στρ.</b> α) [[τάγμα]], [[άγημα]] («πολλὰ πελταστῶν [[τέλη]]», <b>Ευρ.</b>)<br />β) (στους Ρωμαίους) η [[λεγεώνα]]<br />γ) στρατιωτική [[δύναμη]] από 2.048 πεζούς, η αρχαία [[μεραρχία]]<br />δ) στρατιωτική [[δύναμη]] από 2.048 ιππείς, η [[ταξιαρχία]]<br />ε) (σε [[συνεκφορά]] με τη λ. <i>δίρρυμα</i>) [[τάγμα]] αρμάτων<br /><b>16.</b> (γενικά) [[πλήθος]] («[[τέλη]] ἀθανάτων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>17.</b> (σχετικά με πουλιά) [[σμήνος]] («ὀρνίθων τέλεα ὀχευόμενα ἔν τε τοῑσι νηοῑσι τῶν θεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>18.</b> (στη δοτ. ως επίρρ.) <i>τέλει</i><br />γενικά<br /><b>19.</b> <b>στον πληθ.</b> τὰ [[τέλη]]<br />α) οι άρχοντες<br />β) τα καθήκοντα<br />γ) ιερές τελετές και θυσίες [[προς]] τιμήν θεών («θεοῑσι μικρὰ θύοντες [[τέλη]]», <b>Ευρ.</b>)<br />δ) τα [[Ελευσίνια]] μυστήρια, τα οποία ονομάστηκαν [[έτσι]] [[επειδή]] τά θεωρούσαν ως [[ολοκλήρωση]] του βίου<br />ε) [[λάφυρα]], τα οποία αφιέρωναν σε ναό<br /><b>20.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τέλος]] ἔχω»<br />i) [[είμαι]] [[έτοιμος]], τελειωμένος<br />ii) (<b>για πρόσ.</b>) έχω τη [[δύναμη]] να επικυρώσω ή να καθιερώσω [[κάτι]]<br />β) «[[τέλος]] θανάτου» — η [[δύναμη]] που επιφέρει τον θάνατο<br />γ) «[[τέλος]] νόστου» — ο [[νόστος]], η [[επιστροφή]] (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />δ) «[[τέλος]] γάμου» — ο [[γάμος]] (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />ε) «οἱ ἐν τέλει» ή «οἱ τὰ [[τέλη]] ἔχοντες» — αυτοί που βρίσκονται στην [[εξουσία]], οι άρχοντες<br />στ) «διὰ τέλους» — για [[πάντα]], [[πάντοτε]]<br />ζ) «ἐπὶ [[τέλος]]» — τελικά, στο [[τέλος]]<br />η) «[[τέλος]] ἐπιτίθημί τινι» — [[κάνω]] [[κάτι]] αποτελεσματικό (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />θ) «[[τέλος]] γίγνεταί τινος» — έρχεται το [[τέλος]] ή το [[αποτέλεσμα]] ενός πράγματος (<b>Ηρόδ.</b>, <b>Ξεν.</b>)<br />ι) «[[κατά]] το [[τέλος]] ζημιοῡμαι» — τιμωρούμαι ανάλογα με την [[περιουσία]] και την [[τάξη]] μου <b>(Ισαί.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για ακατάληκτο σιγμόληκτο ουδ. (<b>πρβλ.</b> [[βέλος]], [[πένθος]]), που εμφανίζει [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] σημασιών. Η σημ. της λ. «όριο, [[τέρμα]], [[σημάδι]]» θα μπορούσε να οδηγήσει στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- «[[στρέφω]], [[γυρίζω]], κινούμαι [[ολόγυρα]]» (<b>πρβλ.</b> [[πέλω]], [[τέλομαι]]). Με τη σημ. της ρίζας <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- (στην Ελληνική ο χειλοϋπερωικός [[φθόγγος]] [[πριν]] από [[φωνήεν]] -<i>ε</i>- αντιπροσωπεύεται με οδοντικό [[σύμφωνο]] <i>τ</i>-, [[εκτός]] της αιολ. διαλ., που εμφανίζει <i>π</i>-, <b>πρβλ.</b> [[πέλω]]) θα μπορούσε να συνδυαστεί και η βασική σημ. της λ. «[[αποπεράτωση]], [[έκβαση]]», όπως [[επίσης]] και η σημ. του ρ. [[τέλλω]] «[[εκτελώ]], [[ορίζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[εντολή]]). Παρ' όλα αυτά, ο μυκην. τ. <i>tereta</i>, που αντιπροσωπεύει το παράγωγο [[τελεστής]], δεν εμφανίζει το αναμενόμενο σύμφωνα με την προηγούμενη [[υπόθεση]] αρκτικό χειλοϋπερωικό [[σύμφωνο]], [[γεγονός]] που γεννά αμφιβολίες για την ύπαρξη αμάρτυρου αρχικού τ. <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>-<i>os</i> και την [[αναγωγή]] της λ. στη [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>-. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>tel</i>- «[[σηκώνω]], [[αίρω]], [[υψώνω]], [[ζυγίζω]], [[μεταφέρω]]» (<b>πρβλ.</b> [[τάλας]], [[τελαμών]]), [[γεγονός]] που θα μπορούσε να συνδυαστεί με τη σημ. «[[φόρος]], [[πληρωμή]]» και «[[κυβέρνηση]], [[εξουσία]]» της λ., όπως και με τη σημ. του ρ. [[τέλλω]] «[[ανεβαίνω]], [[προχωρώ]], [[υψώνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ανατολή]]). Η τελευταία [[άποψη]], [[ωστόσο]], δεν θα μπορούσε εύκολα να δικαιολογήσει τη βασική σημ. της λ. [[τέλος]] «[[αποπεράτωση]], [[έκβαση]], [[ολοκλήρωση]]». Η [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] τών σημασιών που περιλαμβάνει η λ. και ειδικότερα η [[απόσταση]] [[ανάμεσα]] στις σημ. της αποπεράτωσης, της εξουσίας και του φόρου οδήγησε ορισμένους στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δύο αρχικούς τ. διαφορετικής ετυμολογικής προέλευσης [[αλλά]] παρόμοιας μορφής που συγχωνεύθηκαν σε έναν. Βασική παρ' όλα αυτά σημ. [[πρέπει]] να θεωρηθεί η «[[αποπεράτωση]], [[έκβαση]], [[πραγματοποίηση]]», από όπου η σημ. «[[ουσία]], [[τελικός]], [[αντικειμενικός]] [[σκοπός]]», η σημ. «της τελικής απόφασης και της υπέρτατης εξουσίας που λαμβάνει τις αποφάσεις», όπως και η σημ. του «τυπικού βάσει του οποίου εκτελούνται οι αποφάσεις, [[διάταγμα]], [[υπούργημα]], θρησκευτική [[γιορτή]]» (<b>πρβλ.</b> [[τελετή]], [[τελετουργία]]). Με τις προηγούμενες σημ. συνδέονται τόσο η [[κοινή]] σημ. με την οποία η λ. χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν στη Νέα Ελληνική: «το έσχατο [[σημείο]] ενός πράγματος, το έσχατο όριο, [[τέρμα]], [[παύση]], [[λήξη]], [[θάνατος]]» (<b>πρβλ.</b> [[τελευτή]], [[τελευταίος]]) όσο και η αρχ. σημ. «[[τάγμα]], στρατιωτικό [[απόσπασμα]], [[άγημα]]» με την [[έννοια]] του οργανωμένου, ολοκληρωμένου συνόλου. Σημαντική, [[τέλος]], [[είναι]] και η σημ. της λ. «αυτό που οφείλει [[κάποιος]], [[φόρος]], [[δασμός]]», από όπου η αρχ.-μσν. σημ. «[[δαπάνη]], έξοδα». Την [[ίδια]] [[ποικιλία]] σημ. με τη λ. [[τέλος]] εμφανίζει το παράγωγο ρ. <i>τελῶ</i> και τα σύνθ. σε -<i>τελής</i> (σχηματισμένα από το σιγμόληκτο θ. <i>τελ</i>-<i>εσ</i>- της λ.). Η λ. [[τέλος]] εμφανίζεται και ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>τελεσσι</i>-, πιθ. από τον τ. της δοτ. πληθ. <i>τέλεσι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὀρεσί</i>-<i>κοιτος</i>, <i>ὀρεσι</i>-<i>δίαιτος</i>, <b>βλ.</b> και λ. <i>όρος</i>), με διπλασιασμό του -<i>σ</i>- [[προς]] [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>τέλ</i>(<i>ε</i>)<i>ιος</i>, [[τελικός]], [[τελώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τελήεις]], [[τελίσκω]], [[τέλοσδε]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[τελεσφόρος]], [[τελώνης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τελάρχης]], [[τελεσίδρομος]], [[τελεσίερος]], [[τελεσίκαρπος]], [[τελεσιουργός]], [[τελεσιφάντης]], [[τελεσσιδώτειρα]], [[τελεσσίνους]], [[τελεσσίφρων]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τελεσσίγαμος]], [[τελεσσίγονος]], [[τελεσσίμορος]], [[τελεσσίτοκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τελεσίγραφο]], [[τελεσίδικος]], [[τελολογία]], [[τελόφαση]]. (Β' συνθετικό σε -<i>τελής</i>) [[ατελής]], [[αυτοτελής]], [[δημοτελής]], [[εντελής]], [[επιτελής]], [[ευτελής]], [[ημιτελής]], [[ισοτελής]], [[λυσιτελής]], [[ολοτελής]], [[παντελής]], [[πολυτελής]], [[υποτελής]], [[φοροτελής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αγχιτελής</i>, [[αειτελής]], [[ακροτελής]], [[αρτιτελής]], [[βαρυτελής]], [[βιοτελής]], [[βραχυτελής]], [[διατελής]], [[εκτελής]], [[καρποτελής]], [[κοινοτελής]], [[νεοτελής]], [[ομοτελής]], [[οξυτελής]], [[προτελής]], [[συντελής]], [[υπερτελής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανιδιοτελής]], [[ιδιοτελής]], <i>υπερπολυτελής</i>, [[φιλοτελής]]].
|mltxt=το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> η [[ολοκλήρωση]], η [[τελείωση]] ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, [[αποπεράτωση]], [[πέρας]] (α. «το [[τέλος]] του δρόμου» β. «το [[τέλος]] της προσπάθειας» γ. «[[τέλος]] της εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν [[τέλος]] ἐπιθεῑναι τοῖς πραττομένοις;», Iσοκρ.)<br /><b>2.</b> [[παύση]], [[λήξη]] (α. «το [[τέλος]] της παράστασης» β. «ὡς δὲ πρὸς [[τέλος]] γόων ἀφίκοντο», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έκβαση]], [[αποτέλεσμα]] (α. «[[θέλω]] να δω τί [[τέλος]] θα έχει» β. «[[τέλος]] τοιόνδε ἐγένετο τῆς μάχης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> το [[τέρμα]] της ζωής, ο [[θάνατος]] (α. «το [[τέλος]] μου έχει να [[γενή]] στην [[φυλακή]] ετούτη», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «τῶν ἤδη [[τέλος]] ἐχόντων» — τών [[νεκρών]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> χρηματική [[παροχή]] που επιβάλλεται από το [[κράτος]], [[φόρος]], [[δασμός]] (α. «ταχυδρομικό [[τέλος]]» β. «τὸ ὡρισμένον τῆς αἰτήσεως [[τέλος]]», πάπ.)<br /><b>6.</b> ο [[τελικός]], ο [[αντικειμενικός]] [[σκοπός]]<br /><b>7.</b> (στην αρχ. φιλοσ.) α) το ύψιστο [[σημείο]], το ιδανικό<br />β) (στον <b>Αριστοτ.</b>) i) τελικό [[αίτιο]]<br />ii) το κύριο και πρώτιστο [[αγαθό]]<br /><b>8.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) τελικά (α. «[[τέλος]] έφυγε» β. «[[τέλος]] οὐδέτεροι νικήσαντες διέστησαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «στο [[τέλος]]» και «εἰς [ὴ ἐς] [[τέλος]]» — τελικά<br />β) «[[παίρνω]] [[τέλος]]» και «[[τέλος]] [[λαμβάνω]]» — ολοκληρώνομαι, συμπληρώνομαι<br />γ) «μηδένα προ του τέλους μακάριζε» — μη θεωρείς κανέναν ευτυχισμένο [[προτού]] [[δεις]] το [[τέλος]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «εν τέλει»<br />i) τελικά<br />ii) για να τελειώνουμε<br />β) «[[τέλος]] πάντων» και «τελοσπάντων» — ας τελειώνουμε, τελικά<br />γ) «από [[αρχή]] [[μέχρι]] τέλους» — σε όλη την [[έκταση]], σε όλα τα μέρη, [[παντού]]<br />δ) καλά [[τέλη]]»<br />i) καλά αποτελέσματα<br />ii) καλά [[γηρατειά]]<br />ε) «[[δίνω]] [[τέλος]] σε [[κάτι]]» — [[τερματίζω]] [[κάτι]], δεν [[αφήνω]] να υπάρξει [[συνέχεια]]<br />στ) «[[τέλος]] καλό, όλα καλά» — το αίσιο [[τέλος]] απαλύνει τις οποιεσδήποτε δυσάρεστες εμπειρίες από μια δύσκολη [[κατάσταση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δαπάνη]], έξοδα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς [ἤ ἐς] [[τέλος]]» — εξ ολοκλήρου, εντελώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ουσία]], ο [[κύριος]] [[σκοπός]] ενός πράγματος<br /><b>2.</b> η τέλεια [[ηλικία]] («εἰς ἀνδρὸς [[τέλος]]» — στην ανδρική [[ηλικία]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> η τελική [[απόφαση]]<br /><b>4.</b> (σχετικά με αγώνα) [[βραβείο]] («ἔφερε πυγμᾱς [[τέλος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> η υπέρτατη [[εξουσία]]<br /><b>6.</b> η ύψιστη [[θέση]] στον πολιτικό βίο<br /><b>7.</b> η [[κυβέρνηση]] («τοιαῡτ' ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> [[διάταγμα]]<br /><b>9.</b> [[υπούργημα]] («ἔξω τοῡ τέλους εἰσὶ τούτου», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>10.</b> θρησκευτική [[εορτή]] και, [[ιδίως]], η [[τελετή]] του γάμου («[[τέλος]] ὁ [[γάμος]] ἐκαλεῑτο», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[συμβάν]], [[περιστατικό]] («οὐ γὰρ ἔγωγέ τι φημι [[τέλος]] χαριέστερον [[εἶναι]] ἤ ὅτε...», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>12.</b> [[δύναμη]], [[δραστικότητα]], αποτελεσματικότητα («καὶ τοῑσ' ουδὲν ἔπεστι [[τέλος]]», Σόλ.)<br /><b>13.</b> (στην Αθήνα) η [[περιουσία]] του πολίτη, σύμφωνα με την οποία καθορίζονταν και οι εισφορές του<br /><b>14.</b> κτηματική [[διαίρεση]] και [[διανομή]] («Κορωνείων τὸ [[τέλος]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>15.</b> <b>στρ.</b> α) [[τάγμα]], [[άγημα]] («πολλὰ πελταστῶν [[τέλη]]», <b>Ευρ.</b>)<br />β) (στους Ρωμαίους) η [[λεγεώνα]]<br />γ) στρατιωτική [[δύναμη]] από 2.048 πεζούς, η αρχαία [[μεραρχία]]<br />δ) στρατιωτική [[δύναμη]] από 2.048 ιππείς, η [[ταξιαρχία]]<br />ε) (σε [[συνεκφορά]] με τη λ. <i>δίρρυμα</i>) [[τάγμα]] αρμάτων<br /><b>16.</b> (γενικά) [[πλήθος]] («[[τέλη]] ἀθανάτων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>17.</b> (σχετικά με πουλιά) [[σμήνος]] («ὀρνίθων τέλεα ὀχευόμενα ἔν τε τοῑσι νηοῑσι τῶν θεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>18.</b> (στη δοτ. ως επίρρ.) <i>τέλει</i><br />γενικά<br /><b>19.</b> <b>στον πληθ.</b> τὰ [[τέλη]]<br />α) οι άρχοντες<br />β) τα καθήκοντα<br />γ) ιερές τελετές και θυσίες [[προς]] τιμήν θεών («θεοῑσι μικρὰ θύοντες [[τέλη]]», <b>Ευρ.</b>)<br />δ) τα [[Ελευσίνια]] μυστήρια, τα οποία ονομάστηκαν [[έτσι]] [[επειδή]] τά θεωρούσαν ως [[ολοκλήρωση]] του βίου<br />ε) [[λάφυρα]], τα οποία αφιέρωναν σε ναό<br /><b>20.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τέλος]] ἔχω»<br />i) [[είμαι]] [[έτοιμος]], τελειωμένος<br />ii) (<b>για πρόσ.</b>) έχω τη [[δύναμη]] να επικυρώσω ή να καθιερώσω [[κάτι]]<br />β) «[[τέλος]] θανάτου» — η [[δύναμη]] που επιφέρει τον θάνατο<br />γ) «[[τέλος]] νόστου» — ο [[νόστος]], η [[επιστροφή]] (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />δ) «[[τέλος]] γάμου» — ο [[γάμος]] (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />ε) «οἱ ἐν τέλει» ή «οἱ τὰ [[τέλη]] ἔχοντες» — αυτοί που βρίσκονται στην [[εξουσία]], οι άρχοντες<br />στ) «διὰ τέλους» — για [[πάντα]], [[πάντοτε]]<br />ζ) «ἐπὶ [[τέλος]]» — τελικά, στο [[τέλος]]<br />η) «[[τέλος]] ἐπιτίθημί τινι» — [[κάνω]] [[κάτι]] αποτελεσματικό (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />θ) «[[τέλος]] γίγνεταί τινος» — έρχεται το [[τέλος]] ή το [[αποτέλεσμα]] ενός πράγματος (<b>Ηρόδ.</b>, <b>Ξεν.</b>)<br />ι) «[[κατά]] το [[τέλος]] ζημιοῡμαι» — τιμωρούμαι ανάλογα με την [[περιουσία]] και την [[τάξη]] μου <b>(Ισαί.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για ακατάληκτο σιγμόληκτο ουδ. (<b>πρβλ.</b> [[βέλος]], [[πένθος]]), που εμφανίζει [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] σημασιών. Η σημ. της λ. «όριο, [[τέρμα]], [[σημάδι]]» θα μπορούσε να οδηγήσει στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- «[[στρέφω]], [[γυρίζω]], κινούμαι [[ολόγυρα]]» (<b>πρβλ.</b> [[πέλω]], [[τέλομαι]]). Με τη σημ. της ρίζας <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- (στην Ελληνική ο χειλοϋπερωικός [[φθόγγος]] [[πριν]] από [[φωνήεν]] -<i>ε</i>- αντιπροσωπεύεται με οδοντικό [[σύμφωνο]] <i>τ</i>-, [[εκτός]] της αιολ. διαλ., που εμφανίζει <i>π</i>-, <b>πρβλ.</b> [[πέλω]]) θα μπορούσε να συνδυαστεί και η βασική σημ. της λ. «[[αποπεράτωση]], [[έκβαση]]», όπως [[επίσης]] και η σημ. του ρ. [[τέλλω]] «[[εκτελώ]], [[ορίζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[εντολή]]). Παρ' όλα αυτά, ο μυκην. τ. <i>tereta</i>, που αντιπροσωπεύει το παράγωγο [[τελεστής]], δεν εμφανίζει το αναμενόμενο σύμφωνα με την προηγούμενη [[υπόθεση]] αρκτικό χειλοϋπερωικό [[σύμφωνο]], [[γεγονός]] που γεννά αμφιβολίες για την ύπαρξη αμάρτυρου αρχικού τ. <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>-<i>os</i> και την [[αναγωγή]] της λ. στη [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>-. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>tel</i>- «[[σηκώνω]], [[αίρω]], [[υψώνω]], [[ζυγίζω]], [[μεταφέρω]]» (<b>πρβλ.</b> [[τάλας]], [[τελαμών]]), [[γεγονός]] που θα μπορούσε να συνδυαστεί με τη σημ. «[[φόρος]], [[πληρωμή]]» και «[[κυβέρνηση]], [[εξουσία]]» της λ., όπως και με τη σημ. του ρ. [[τέλλω]] «[[ανεβαίνω]], [[προχωρώ]], [[υψώνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ανατολή]]). Η τελευταία [[άποψη]], [[ωστόσο]], δεν θα μπορούσε εύκολα να δικαιολογήσει τη βασική σημ. της λ. [[τέλος]] «[[αποπεράτωση]], [[έκβαση]], [[ολοκλήρωση]]». Η [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] τών σημασιών που περιλαμβάνει η λ. και ειδικότερα η [[απόσταση]] [[ανάμεσα]] στις σημ. της αποπεράτωσης, της εξουσίας και του φόρου οδήγησε ορισμένους στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δύο αρχικούς τ. διαφορετικής ετυμολογικής προέλευσης [[αλλά]] παρόμοιας μορφής που συγχωνεύθηκαν σε έναν. Βασική παρ' όλα αυτά σημ. [[πρέπει]] να θεωρηθεί η «[[αποπεράτωση]], [[έκβαση]], [[πραγματοποίηση]]», από όπου η σημ. «[[ουσία]], [[τελικός]], [[αντικειμενικός]] [[σκοπός]]», η σημ. «της τελικής απόφασης και της υπέρτατης εξουσίας που λαμβάνει τις αποφάσεις», όπως και η σημ. του «τυπικού βάσει του οποίου εκτελούνται οι αποφάσεις, [[διάταγμα]], [[υπούργημα]], θρησκευτική [[γιορτή]]» (<b>πρβλ.</b> [[τελετή]], [[τελετουργία]]). Με τις προηγούμενες σημ. συνδέονται τόσο η [[κοινή]] σημ. με την οποία η λ. χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν στη Νέα Ελληνική: «το έσχατο [[σημείο]] ενός πράγματος, το έσχατο όριο, [[τέρμα]], [[παύση]], [[λήξη]], [[θάνατος]]» (<b>πρβλ.</b> [[τελευτή]], [[τελευταίος]]) όσο και η αρχ. σημ. «[[τάγμα]], στρατιωτικό [[απόσπασμα]], [[άγημα]]» με την [[έννοια]] του οργανωμένου, ολοκληρωμένου συνόλου. Σημαντική, [[τέλος]], [[είναι]] και η σημ. της λ. «αυτό που οφείλει [[κάποιος]], [[φόρος]], [[δασμός]]», από όπου η αρχ.-μσν. σημ. «[[δαπάνη]], έξοδα». Την [[ίδια]] [[ποικιλία]] σημ. με τη λ. [[τέλος]] εμφανίζει το παράγωγο ρ. <i>τελῶ</i> και τα σύνθ. σε -<i>τελής</i> (σχηματισμένα από το σιγμόληκτο θ. <i>τελ</i>-<i>εσ</i>- της λ.). Η λ. [[τέλος]] εμφανίζεται και ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>τελεσσι</i>-, πιθ. από τον τ. της δοτ. πληθ. <i>τέλεσι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὀρεσί</i>-<i>κοιτος</i>, <i>ὀρεσι</i>-<i>δίαιτος</i>, <b>βλ.</b> και λ. <i>όρος</i>), με διπλασιασμό του -<i>σ</i>- [[προς]] [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>τέλ</i>(<i>ε</i>)<i>ιος</i>, [[τελικός]], [[τελώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τελήεις]], [[τελίσκω]], [[τέλοσδε]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[τελεσφόρος]], [[τελώνης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τελάρχης]], [[τελεσίδρομος]], [[τελεσίερος]], [[τελεσίκαρπος]], [[τελεσιουργός]], [[τελεσιφάντης]], [[τελεσσιδώτειρα]], [[τελεσσίνους]], [[τελεσσίφρων]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τελεσσίγαμος]], [[τελεσσίγονος]], [[τελεσσίμορος]], [[τελεσσίτοκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τελεσίγραφο]], [[τελεσίδικος]], [[τελολογία]], [[τελόφαση]]. (Β' συνθετικό σε -<i>τελής</i>) [[ατελής]], [[αυτοτελής]], [[δημοτελής]], [[εντελής]], [[επιτελής]], [[ευτελής]], [[ημιτελής]], [[ισοτελής]], [[λυσιτελής]], [[ολοτελής]], [[παντελής]], [[πολυτελής]], [[υποτελής]], [[φοροτελής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αγχιτελής</i>, [[αειτελής]], [[ακροτελής]], [[αρτιτελής]], [[βαρυτελής]], [[βιοτελής]], [[βραχυτελής]], [[διατελής]], [[εκτελής]], [[καρποτελής]], [[κοινοτελής]], [[νεοτελής]], [[ομοτελής]], [[οξυτελής]], [[προτελής]], [[συντελής]], [[υπερτελής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανιδιοτελής]], [[ιδιοτελής]], <i>υπερπολυτελής</i>, [[φιλοτελής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm