3,270,513
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἐφεδρεία]]) [[εφεδρεύω]]<br /><b>1.</b> το να εφεδρεύει, να κάθεται [[κάποιος]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («ἔχει δὲ καὶ τοὺς ὄνυχας βελτίους τῶν κολοιῶν, πεφυκότας πρὸς τὴν ἀσφάλειαν τὴς ἐπὶ | |mltxt=η (Α [[ἐφεδρεία]]) [[εφεδρεύω]]<br /><b>1.</b> το να εφεδρεύει, να κάθεται [[κάποιος]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («ἔχει δὲ καὶ τοὺς ὄνυχας βελτίους τῶν κολοιῶν, πεφυκότας πρὸς τὴν ἀσφάλειαν τὴς ἐπὶ τοῖς δένδρεσιν ἐφεδρείας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> πολεμική [[δύναμη]] που παρακολουθεί από [[κοντά]] τα μαχόμενα τμήματα του στρατού και [[είναι]] έτοιμη να συνδράμει σε ενδεχόμενο κίνδυνο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών πολιτών που απολύθηκαν από τον ενεργό στρατό [[μετά]] τη [[λήξη]] της θητείας τους και μπορούν ν' ανακληθούν σε καιρό επιστράτευσης<br /><b>2.</b> [[απόθεμα]], [[παρακαταθήκη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να παραμονεύει [[κάποιος]] σ' έναν [[τόπο]], η [[ενέδρα]] («πιστεύσαντες τῇ τῶν πολεμίων ἐφεδρείᾳ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[θέση]] [[αυτού]] που ενεδρεύει, το [[πόστο]] («[[θάνατος]] ἔστι τῷ φυγόντι ἐξ ἐφεδρείας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> η προσεκτική [[παρακολούθηση]] τών συμπτωμάτων και της εξέλιξης κάποιας νόσου («Περὶ ἐφεδρείας» — [[τίτλος]] έργου του Αντωνίου του Επικουρίου)<br /><b>4.</b> (για αθλητή που ευνοήθηκε [[κατά]] την [[κλήρωση]]) η [[αναμονή]] προκειμένου ν' αγωνιστεί με τους νικητές τών προκριματικών αγώνων. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |