Anonymous

στάση: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  25 March 2021
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
(38)
 
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[στάσις]], -εως, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το να σταματά [[κάποιος]] ή [[κάτι]], το να στέκεται [[ακίνητος]], το [[σταμάτημα]], η [[ακινησία]] (α. «[[στάση]] [[δέκα]] λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άρνηση]] υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, [[εξέγερση]], [[ανταρσία]] (α. «η [[στάση]] του Νίκα» β. «[[στάσις]] ἐν αλλήλοισι ὠροθύνετο», <b>Αισχύλ.</b>-γ. «στάσει νοσοῡσα [[πόλις]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διακοπή]], [[αναστολή]], [[επίσχεση]]<br /><b>2.</b> ορισμένο [[σημείο]] στο οποίο σταθμεύει προσωρινά όχημα για να αποβιβαστούν και να επιβιβαστούν ταξιδιώτες (α. «[[στάση]] λεωφορείου» β. «[[στάση]] σιδηροδρόμου»)<br /><b>3.</b> [[θέση]] του σώματος ή ορισμένων μελών του (α. «[[στάση]] προσοχής» β. «είχε μια [[στάση]] νωχελική»)<br /><b>4.</b> <b>ιατρ.</b> [[παύση]] της κίνησης ενός υγρού του οργανισμού, που φυσιολογικά βρίσκεται σε [[κυκλοφορία]], με [[αποτέλεσμα]] τη λίμνασή του σε ένα όργανο ή [[τμήμα]] του σώματος (α. «[[στάση]] αίματος» β. «[[στάση]] λέμφου» γ. «[[στάση]] εκκριμάτων» δ. «[[στάση]] απεκκριμάτων»)<br /><b>5.</b> (ποιν. δίκ.) [[έγκλημα]] που στρέφεται [[κατά]] της πολιτειακής εξουσίας και συνίσταται στην [[αντίσταση]] [[κατά]] της αρχής από συναθροισμένο [[πλήθος]]<br /><b>6.</b> <b>(ψυχολ.)</b> οργανωμένο και σχετικά σταθερό [[σύστημα]] τών γνωστικών διαθέσεων ενός ατόμου [[απέναντι]] σε ένα [[αντικείμενο]] ή σε μια [[κατάσταση]], [[δηλαδή]] η [[προδιάθεση]] για [[ταξινόμηση]] αντικειμένων και γεγονότων και για [[αντίδραση]] [[προς]] αυτά με ένα [[ποσοστό]] αξιολογικής συνέπειας, η [[ποιότητα]] της οποίας κρίνεται από τις παρατηρήσιμες αξιολογικές αποκρίσεις που τείνει να έχει το [[άτομο]], αλλ. [[φέρσιμο]], [[συμπεριφορά]] (α. «[[αξιοπρεπής]] [[στάση]]» β. «η [[στάση]] τους ήταν απαράδεκτη τον τελευταίο καιρό»)<br /><b>7.</b> <b>βιολ.</b> [[παύση]] της εξέλιξης ενός ζωικού είδους σε προγενέστερη φυλογενετική [[βαθμίδα]] την οποία έχουν ξεπεράσει συγγενή είδη<br /><b>8.</b> <b>(αεροπ.)</b> η [[θέση]] αεροσκάφους σε [[πτήση]] που καθορίζεται από την [[κλίση]] τών αξόνων του [[προς]] ένα δεδομένο [[σημείο]] αναφοράς<br /><b>9.</b> <b>στρ.</b> [[διακοπή]] της ημερήσιας πορείας στρατιωτικού τμήματος για [[ανάπαυση]]<br /><b>10.</b> <b>(τοπογρ.)</b> [[σημείο]] καθορισμένο με γεωδαιτικές ή τοπογραφικές μεθόδους, από το οποίο γίνονται μετρήσεις ή παρατηρήσεις<br /><b>11.</b> [[εμμονή]] («δεν έχει [[στάση]] στη [[γνώμη]]»)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στάση]] εργασίας» — [[μορφή]] απεργιακής κινητοποίησης, [[αποχή]] από την [[εργασία]] για ορισμένο [[διάστημα]] του ωραρίου («τρίωρη [[στάση]] εργασίας»)<br />β) «[[στάση]] πληρωμών» — [[αναστολή]], [[διακοπή]] πληρωμών<br />γ) «[[στάση]] ελέγχου» — [[σημείο]], [[αφετηρία]] εξάρτησης δευτερεύουσας όδευσης<br />δ) «σεξουαλική [[στάση]]» — [[φόρτιση]] της γενετήσιας τάσης που δεν μπορεί να εκφορτιστεί ικανοποιητικά μέσω της λειτουργίας του οργασμού<br />ε) «υποκινητές της στάσης»<br /><b>(νομ.)</b> αυτοί που προετοιμάζουν μια [[στάση]]<br />στ) «[[στάση]] στρατιωτικών»<br />(στρ.-νομ.) η [[κατάσταση]] στην οποία βρίσκονται [[τρεις]] ή περισσότεροι στρατιωτικοί οι οποίοι ενωμένοι αρνούνται να υπακούσουν στις διαταγές τών διοικητών τους, ενώ βρίσκονται υπό τα όπλα ή παίρνουν τα όπλα [[χωρίς]] [[άδεια]] και αρνούνται να τά καταθέσουν ή διαπράττουν βιαιοπραγίες [[κατά]] προσώπων ή πραγμάτων ή διαταράσσουν γενικά την [[κοινή]] [[ησυχία]] και [[ειρήνη]] και αρνούνται να επανέλθουν στην [[τάξη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θέση]], [[βαθμός]] ιερωσύνης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σταθερότητα]] (α. «τὴν ἐπιστήμην... ἀπὸ τῆς στάσεως τὴν ἐπιβολὴν αὐτῆς ληπτέον», Κλήμ. Αλ.<br />β. «[[ἐπειδή]]...ἀπὸ τῆς κατὰ τὴν πίστιν στάσεως οὐκ ἐγνωρίζοντο... ἐκ τῆς περιτομῆς ἐβούλετο γινώσκεσθαι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συγκέντρωση]] πιστών για την [[τέλεση]] ακολουθίας ή [[τμήμα]] ακολουθίας («πάννυχον στάσιν», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[κατάσταση]] ενός ανθρώπου («ἐν τῇ καλλίονι στάσει [[εἶναι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθέτηση]] σε κάποιο [[σημείο]]<br /><b>2.</b> [[στήσιμο]] («[[στάσις]] εἰκόνος», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> το να στέκεται όρθιο [[κάτι]], όρθια [[θέση]], όρθωση («ὤτων [[στάσις]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>4.</b> [[σημείο]], [[θέση]], [[τόπος]] στον οποίο [[πρέπει]] να στέκεται [[κανείς]] ή [[κάτι]] («ἔχοντες στάσιν ταύτην ἐς τὴν ἔστημεν», Ηροδ.)<br /><b>5.</b> [[σημείο]] του ορίζοντα («ἡ [[στάσις]] τοῡ νότου καὶ τῆς μεσημβρίης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (για πλανήτες) η [[συνάφεια]]<br /><b>7.</b> φιλοσοφική [[θέση]] ή [[γνώμη]]<br /><b>8.</b> [[κατάσταση]], [[πορεία]], [[εξέλιξη]] («ἡ [[στάσις]] τῆς νόσου», Ιπποκρ.)<br /><b>9.</b> (για άνεμο) [[φορά]], [[κατεύθυνση]]<br /><b>10.</b> (για αμπέλια) [[στοίχος]], [[σειρά]]-11. στρατιωτικό [[σώμα]]-12. φατριαστική [[ομάδα]], [[παράνομος]] [[σύνδεσμος]]<br /><b>13.</b> [[διαφορά]], [[διαφωνία]] («στάσιν ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>14.</b> [[φιλονικία]] («[[λόγος]] κρατεῑ σαφηνὴς τοῡτο κοὐκ ἔνι [[στάσις]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>15.</b> [[ζύγιση]], [[ζύγισμα]]<br /><b>16.</b> (για [[μισθό]]) [[καταβολή]], [[πληρωμή]]<br /><b>17.</b> [[απόφαση]], [[ψήφισμα]] («παρέβησαν γὰρ τὴν στάσιν καὶ τὸν ὅρκον ὅν ὤμοσαν», ΠΔ)<br /><b>18.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br />«[[ἐργαστήριον]]»<br /><b>19.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ στάσεις</i><br />σπόροι που έχουν φυτρώσει πια<br /><b>20.</b> <b>φρ.</b> α) «ὀμμάτων στάσιες» — ατενή βλέμματα <b>(Ιπποκρ.)</b><br />β) «στάσεις τῆς γαστρός» — [[δυσκοιλιότητα]] <b>(Ιπποκρ.)</b><br />γ) «[[στάσις]] ἵππων» — [[σταθμός]], [[στάβλος]] <b>(Έφιππ.)</b><br />δ) «[[στάσις]] μελών» — το [[στάσιμο]], το χορικό [[άσμα]] της τραγωδίας (<b>Αριστοφ.</b>)<br />ε) «[[στάσις]] λόγου» — [[λογομαχία]] (<b>Σοφ.</b>)<br />στ) «[[στάσις]] ἀέρος» — [[νηνεμία]] <b>(Θεόφρ.)</b><br />ζ) «[[κατάπυκνος]] [[στάσις]]»<br /><b>στρ.</b> συμπυκνωμένη, πυκνή [[τάξη]] <b>(Ασκληπιόδ.)</b><br />η) «[[στάσις]] τοῡ αίματος» — [[ηρεμία]] του αίματος <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στᾰ</i>- του [[ἵστημι]] και αντιστοιχεί με τα: αρχ. ινδ. <i>sthiti</i>-, γοτθ. <i>staps</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>stat</i> και πιθ. το λατ. επίρρ. <i>statim</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>stat</i>-<i>i</i><i>ō</i>)].
|mltxt=η / [[στάσις]], -εως, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το να σταματά [[κάποιος]] ή [[κάτι]], το να στέκεται [[ακίνητος]], το [[σταμάτημα]], η [[ακινησία]] (α. «[[στάση]] [[δέκα]] λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άρνηση]] υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, [[εξέγερση]], [[ανταρσία]] (α. «η [[στάση]] του Νίκα» β. «[[στάσις]] ἐν αλλήλοισι ὠροθύνετο», <b>Αισχύλ.</b>-γ. «στάσει νοσοῡσα [[πόλις]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διακοπή]], [[αναστολή]], [[επίσχεση]]<br /><b>2.</b> ορισμένο [[σημείο]] στο οποίο σταθμεύει προσωρινά όχημα για να αποβιβαστούν και να επιβιβαστούν ταξιδιώτες (α. «[[στάση]] λεωφορείου» β. «[[στάση]] σιδηροδρόμου»)<br /><b>3.</b> [[θέση]] του σώματος ή ορισμένων μελών του (α. «[[στάση]] προσοχής» β. «είχε μια [[στάση]] νωχελική»)<br /><b>4.</b> <b>ιατρ.</b> [[παύση]] της κίνησης ενός υγρού του οργανισμού, που φυσιολογικά βρίσκεται σε [[κυκλοφορία]], με [[αποτέλεσμα]] τη λίμνασή του σε ένα όργανο ή [[τμήμα]] του σώματος (α. «[[στάση]] αίματος» β. «[[στάση]] λέμφου» γ. «[[στάση]] εκκριμάτων» δ. «[[στάση]] απεκκριμάτων»)<br /><b>5.</b> (ποιν. δίκ.) [[έγκλημα]] που στρέφεται [[κατά]] της πολιτειακής εξουσίας και συνίσταται στην [[αντίσταση]] [[κατά]] της αρχής από συναθροισμένο [[πλήθος]]<br /><b>6.</b> <b>(ψυχολ.)</b> οργανωμένο και σχετικά σταθερό [[σύστημα]] τών γνωστικών διαθέσεων ενός ατόμου [[απέναντι]] σε ένα [[αντικείμενο]] ή σε μια [[κατάσταση]], [[δηλαδή]] η [[προδιάθεση]] για [[ταξινόμηση]] αντικειμένων και γεγονότων και για [[αντίδραση]] [[προς]] αυτά με ένα [[ποσοστό]] αξιολογικής συνέπειας, η [[ποιότητα]] της οποίας κρίνεται από τις παρατηρήσιμες αξιολογικές αποκρίσεις που τείνει να έχει το [[άτομο]], αλλ. [[φέρσιμο]], [[συμπεριφορά]] (α. «[[αξιοπρεπής]] [[στάση]]» β. «η [[στάση]] τους ήταν απαράδεκτη τον τελευταίο καιρό»)<br /><b>7.</b> <b>βιολ.</b> [[παύση]] της εξέλιξης ενός ζωικού είδους σε προγενέστερη φυλογενετική [[βαθμίδα]] την οποία έχουν ξεπεράσει συγγενή είδη<br /><b>8.</b> <b>(αεροπ.)</b> η [[θέση]] αεροσκάφους σε [[πτήση]] που καθορίζεται από την [[κλίση]] τών αξόνων του [[προς]] ένα δεδομένο [[σημείο]] αναφοράς<br /><b>9.</b> <b>στρ.</b> [[διακοπή]] της ημερήσιας πορείας στρατιωτικού τμήματος για [[ανάπαυση]]<br /><b>10.</b> <b>(τοπογρ.)</b> [[σημείο]] καθορισμένο με γεωδαιτικές ή τοπογραφικές μεθόδους, από το οποίο γίνονται μετρήσεις ή παρατηρήσεις<br /><b>11.</b> [[εμμονή]] («δεν έχει [[στάση]] στη [[γνώμη]]»)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στάση]] εργασίας» — [[μορφή]] απεργιακής κινητοποίησης, [[αποχή]] από την [[εργασία]] για ορισμένο [[διάστημα]] του ωραρίου («τρίωρη [[στάση]] εργασίας»)<br />β) «[[στάση]] πληρωμών» — [[αναστολή]], [[διακοπή]] πληρωμών<br />γ) «[[στάση]] ελέγχου» — [[σημείο]], [[αφετηρία]] εξάρτησης δευτερεύουσας όδευσης<br />δ) «σεξουαλική [[στάση]]» — [[φόρτιση]] της γενετήσιας τάσης που δεν μπορεί να εκφορτιστεί ικανοποιητικά μέσω της λειτουργίας του οργασμού<br />ε) «υποκινητές της στάσης»<br /><b>(νομ.)</b> αυτοί που προετοιμάζουν μια [[στάση]]<br />στ) «[[στάση]] στρατιωτικών»<br />(στρ.-νομ.) η [[κατάσταση]] στην οποία βρίσκονται [[τρεις]] ή περισσότεροι στρατιωτικοί οι οποίοι ενωμένοι αρνούνται να υπακούσουν στις διαταγές τών διοικητών τους, ενώ βρίσκονται υπό τα όπλα ή παίρνουν τα όπλα [[χωρίς]] [[άδεια]] και αρνούνται να τά καταθέσουν ή διαπράττουν βιαιοπραγίες [[κατά]] προσώπων ή πραγμάτων ή διαταράσσουν γενικά την [[κοινή]] [[ησυχία]] και [[ειρήνη]] και αρνούνται να επανέλθουν στην [[τάξη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θέση]], [[βαθμός]] ιερωσύνης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σταθερότητα]] (α. «τὴν ἐπιστήμην... ἀπὸ τῆς στάσεως τὴν ἐπιβολὴν αὐτῆς ληπτέον», Κλήμ. Αλ.<br />β. «[[ἐπειδή]]...ἀπὸ τῆς κατὰ τὴν πίστιν στάσεως οὐκ ἐγνωρίζοντο... ἐκ τῆς περιτομῆς ἐβούλετο γινώσκεσθαι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συγκέντρωση]] πιστών για την [[τέλεση]] ακολουθίας ή [[τμήμα]] ακολουθίας («πάννυχον στάσιν», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[κατάσταση]] ενός ανθρώπου («ἐν τῇ καλλίονι στάσει [[εἶναι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθέτηση]] σε κάποιο [[σημείο]]<br /><b>2.</b> [[στήσιμο]] («[[στάσις]] εἰκόνος», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> το να στέκεται όρθιο [[κάτι]], όρθια [[θέση]], όρθωση («ὤτων [[στάσις]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>4.</b> [[σημείο]], [[θέση]], [[τόπος]] στον οποίο [[πρέπει]] να στέκεται [[κανείς]] ή [[κάτι]] («ἔχοντες στάσιν ταύτην ἐς τὴν ἔστημεν», Ηροδ.)<br /><b>5.</b> [[σημείο]] του ορίζοντα («ἡ [[στάσις]] τοῦ νότου καὶ τῆς μεσημβρίης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (για πλανήτες) η [[συνάφεια]]<br /><b>7.</b> φιλοσοφική [[θέση]] ή [[γνώμη]]<br /><b>8.</b> [[κατάσταση]], [[πορεία]], [[εξέλιξη]] («ἡ [[στάσις]] τῆς νόσου», Ιπποκρ.)<br /><b>9.</b> (για άνεμο) [[φορά]], [[κατεύθυνση]]<br /><b>10.</b> (για αμπέλια) [[στοίχος]], [[σειρά]]-11. στρατιωτικό [[σώμα]]-12. φατριαστική [[ομάδα]], [[παράνομος]] [[σύνδεσμος]]<br /><b>13.</b> [[διαφορά]], [[διαφωνία]] («στάσιν ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>14.</b> [[φιλονικία]] («[[λόγος]] κρατεῑ σαφηνὴς τοῡτο κοὐκ ἔνι [[στάσις]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>15.</b> [[ζύγιση]], [[ζύγισμα]]<br /><b>16.</b> (για [[μισθό]]) [[καταβολή]], [[πληρωμή]]<br /><b>17.</b> [[απόφαση]], [[ψήφισμα]] («παρέβησαν γὰρ τὴν στάσιν καὶ τὸν ὅρκον ὅν ὤμοσαν», ΠΔ)<br /><b>18.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br />«[[ἐργαστήριον]]»<br /><b>19.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ στάσεις</i><br />σπόροι που έχουν φυτρώσει πια<br /><b>20.</b> <b>φρ.</b> α) «ὀμμάτων στάσιες» — ατενή βλέμματα <b>(Ιπποκρ.)</b><br />β) «στάσεις τῆς γαστρός» — [[δυσκοιλιότητα]] <b>(Ιπποκρ.)</b><br />γ) «[[στάσις]] ἵππων» — [[σταθμός]], [[στάβλος]] <b>(Έφιππ.)</b><br />δ) «[[στάσις]] μελών» — το [[στάσιμο]], το χορικό [[άσμα]] της τραγωδίας (<b>Αριστοφ.</b>)<br />ε) «[[στάσις]] λόγου» — [[λογομαχία]] (<b>Σοφ.</b>)<br />στ) «[[στάσις]] ἀέρος» — [[νηνεμία]] <b>(Θεόφρ.)</b><br />ζ) «[[κατάπυκνος]] [[στάσις]]»<br /><b>στρ.</b> συμπυκνωμένη, πυκνή [[τάξη]] <b>(Ασκληπιόδ.)</b><br />η) «[[στάσις]] τοῦ αίματος» — [[ηρεμία]] του αίματος <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στᾰ</i>- του [[ἵστημι]] και αντιστοιχεί με τα: αρχ. ινδ. <i>sthiti</i>-, γοτθ. <i>staps</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>stat</i> και πιθ. το λατ. επίρρ. <i>statim</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>stat</i>-<i>i</i><i>ō</i>)].
}}
}}