Anonymous

ἐξελίσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐξελίσσω]], αττ. τ. ἐξελίττω)<br />με αλλεπάλληλες μεταβολές [[μετασχηματίζω]] [[κάτι]] («η [[βιομηχανία]] εξελίχθηκε ραγδαία»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μετατρέπομαι, [[αλλάζω]] («ἐξελίσσεται σὲ λαμπρὸ ἐπιστήμονα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξετυλίγω]], [[ανοίγω]] («ἐξελίξας περιβολὰς σφραγισμάτων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ερμηνεύω]] («σὺ δ' ἐξελίσσεις πῶς θεοῡ θεσπίσματα;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διηγούμαι]]<br /><b>4.</b> [[διαγράφω]], [[χαράζω]] με γρήγορη [[κίνηση]] («[[ἔνθα]] Νηρῄδων χοροί κάλλιστον [[ἴχνος]] ἐξελίσσουσι ποδός», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[καταδιώκω]], [[κυνηγώ]] [[γύρω]] από [[κάτι]] («ὁ δ' έξελίσσων παῑδα κίονος κύκλῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> περιστρέφομαι<br /><b>7.</b> (για τη [[σελήνη]]) [[συμπληρώνω]] την [[περιφορά]] μου<br /><b>8.</b> (για λαγό) [[τρέχω]] κάνοντας ελιγμούς<br /><b>9.</b> [[αλλάζω]] δρόμο («ὁ μὲν ἐξελίξας τὸν δρόμον... ἵεται τοῡ [[πρόσω]]», Αρρ.)<br /><b>10.</b> (για [[πλοίο]]) [[πλέω]] με ελιγμούς<br /><b>11.</b> (με αιτ. τοπ.) [[προχωρώ]] ή [[πλέω]] ακολουθώντας τις φυσικές καμπές του τόπου<br /><b>12.</b> (ως στρατ. όρος) [[εκτείνω]] το [[μέτωπο]] του στρατεύματος, [[μεταβάλλω]] οποιαδήποτε [[πλευρά]] της [[φάλαγγας]] σε [[μέτωπο]]<br /><b>13.</b> (για στρατό) [[εκτελώ]] στρατιωτικές ασκήσεις<br /><b>14.</b> [[προχωρώ]] παραταγμένος για [[μάχη]] [[εναντίον]] του εχθρού<br /><b>15.</b> [[απαλλάσσω]] από την [[απειλή]] εχθρικού στρατού.
|mltxt=(Α [[ἐξελίσσω]], αττ. τ. ἐξελίττω)<br />με αλλεπάλληλες μεταβολές [[μετασχηματίζω]] [[κάτι]] («η [[βιομηχανία]] εξελίχθηκε ραγδαία»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μετατρέπομαι, [[αλλάζω]] («ἐξελίσσεται σὲ λαμπρὸ ἐπιστήμονα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξετυλίγω]], [[ανοίγω]] («ἐξελίξας περιβολὰς σφραγισμάτων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ερμηνεύω]] («σὺ δ' ἐξελίσσεις πῶς θεοῡ θεσπίσματα;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διηγούμαι]]<br /><b>4.</b> [[διαγράφω]], [[χαράζω]] με γρήγορη [[κίνηση]] («[[ἔνθα]] Νηρῄδων χοροί κάλλιστον [[ἴχνος]] ἐξελίσσουσι ποδός», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[καταδιώκω]], [[κυνηγώ]] [[γύρω]] από [[κάτι]] («ὁ δ' έξελίσσων παῑδα κίονος κύκλῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> περιστρέφομαι<br /><b>7.</b> (για τη [[σελήνη]]) [[συμπληρώνω]] την [[περιφορά]] μου<br /><b>8.</b> (για λαγό) [[τρέχω]] κάνοντας ελιγμούς<br /><b>9.</b> [[αλλάζω]] δρόμο («ὁ μὲν ἐξελίξας τὸν δρόμον... ἵεται τοῦ [[πρόσω]]», Αρρ.)<br /><b>10.</b> (για [[πλοίο]]) [[πλέω]] με ελιγμούς<br /><b>11.</b> (με αιτ. τοπ.) [[προχωρώ]] ή [[πλέω]] ακολουθώντας τις φυσικές καμπές του τόπου<br /><b>12.</b> (ως στρατ. όρος) [[εκτείνω]] το [[μέτωπο]] του στρατεύματος, [[μεταβάλλω]] οποιαδήποτε [[πλευρά]] της [[φάλαγγας]] σε [[μέτωπο]]<br /><b>13.</b> (για στρατό) [[εκτελώ]] στρατιωτικές ασκήσεις<br /><b>14.</b> [[προχωρώ]] παραταγμένος για [[μάχη]] [[εναντίον]] του εχθρού<br /><b>15.</b> [[απαλλάσσω]] από την [[απειλή]] εχθρικού στρατού.
}}
}}
{{lsm
{{lsm