ἐξελίσσω

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξελίσσω Medium diacritics: ἐξελίσσω Low diacritics: εξελίσσω Capitals: ΕΞΕΛΙΣΣΩ
Transliteration A: exelíssō Transliteration B: exelissō Transliteration C: ekselisso Beta Code: e)celi/ssw

English (LSJ)

Att. ἐξελίττω,
A unroll, unfold, περιβολὰς σφραγισμάτων E. Hipp.864; ταρσούς Aen.Tact.29.8; χάρτην HeroAut.26.8: metaph., unfold, θεσπίσματα, λόγον, E.Supp.141, Ion397; θεῖον νόμον Porph. Marc.26; οὐδ' ἄρα [τὸν αἰῶνα] ἐξελίξεις Plot.3.7.6; προσελθοῦσα ἡ πηλικότης ἐξελίττει εἰς μέγεθος τὴν ὕλην; Id.2.4.9:—Pass., ὁ . . κύκλος . . ἴσην ἐξελίττεται γραμμήν is unrolled so as to form a line, Arist.Mech. 855a29, cf. Pr.914a30, HeroAut.25.3.
2 of any rapid motion, ἴχνος ἐξελίσσω ποδός evolve the mazy dance, E.Tr.3; χορείαν Aristid.1.97 J.; ἐξελίσσω τινὰ κύκλῳ hunt one round and round, E.HF977; ἐξελίσσω κύκλους περί τινα wheel in circles round him, Hld.5.14; ἐξελίσσει τὸν αὑτῆς κύκλον [ἡ σελήνη] Plu.2.368a; of the hare, δρόμον ἐξελίσσω double, Arr.Cyn.17.3:—Pass., ἐξελιχθῆναι τοὺς ἑλιγμούς ib.21.3; wheel about, ἐπὶ δεξιά Plu.Cam. 5, cf. Tim.27: c. acc. loci, τοὺς κόλπους ἐξελίσσω follow the windings of the bays, App.BC5.84; ἐξελίσσω τὴν τάφρον Plu.Pyrrh.28.
b intr. in Act., Arr.Cyn.25.2; ἐξελίττει τῇ καὶ τῇ Ael.NA13.14 (also ἐξελίσσω ἑαυτόν escape, ib.3.16); of ships, παρὰ τὴν γῆν ἐξελίξασαι διέφυγον Plb.1.28.12, cf. 1.51.11.
3 evolve, in Pass., ζωὴ ἐξελιττομένη εἰς τέλος Plot.1.4.1; ὅσα τὰ πολλά, τοσαῦτα τὸ ἕν, ἀφ' οὗ ἐξελίττεται Dam.Pr.4.
II as military term, = ἀναπτύσσειν, extend the front by bringing up the rear men, deploy, τὴν φάλαγγα X.Cyr.8.5.15, HG4.3.18; ἐξελίττεται ὁ στίχος Id.Lac.11.8.
b countermarch, Ascl.Tact.10.13, etc.
c generally, manoeuvre, Arr.Tact.25.6:—Med. or Pass., ib.16.8.
2 extricate, τὴν δύναμιν τῶν στενῶν Plu.Alex.20.

German (Pape)

[Seite 876] att. ἐξελίττω (s. ἑλίσσω), 1) auseinander-, entwickeln, entfalten; περιβολὰς σφραγισμάτων Eur. Hipp. 864; übertr., θεσπίσματα Suppl. 141, deuten; λόγον, erzählen, Ion 397; bes. vom Heere, τὴν φάλαγγα, entwickeln, Xen. Hell. 4, 3, 18 Cyr. 8, 5, 15, die hinteren Treffen vorrücken und in die Front der Schlachtordnung einrücken lassen; Plut. Aemil. 17 u. oft; von der Flotte, Pol. 1, 51, 11. – 2) schnell bewegen (s. simplez); ἴχνος ποδός, vom Reigentanz, Eur. Tr. 3; χορόν, χορείαν, Sp.; τὸν αὑτῆς κύκλον ἐξελίσσει (σελήνη), vollendet seinen Kreislauf, Plut. Is. et Os. 42; – ἑαυτόν, entwischen, Ael. H. A. 3, 16; öfter auch ohne ἑαυτόν. Dah. τὴν τάφρον, um den Graben schwenken, Plut. Pyrrh. 28; ἐπὶ δεξιὰ ἐξ., sich rechtshin wenden, durch περιστρεφόμενος erkl., Cam. 5; sich zurückziehen, Timol. 27.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 dérouler : περιβολὰς σφραγισμάτων EUR le cordon noué autour des tablettes et retenu par le cachet ; τὴν φάλαγγα XÉN faire évoluer une troupe de façon que les hommes, en faisant volte-face, reviennent par ordre de rang de queue en tête, le dernier rang pivotant sur place;
2 mouvoir en rond : ἑαυτόν ÉL s'enfuir en décrivant des circuits en parl. d'un animal;
3 faire le tour de : τάφρον PLUT contourner un fossé;
4 tirer de ; Pass. se tirer de;
II. intr. 1 décrire des circuits : τῇ καὶ τῇ ÉL çà et là;
2 se tirer de.
Étymologie: ἐξ, ἑλίσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξελίσσω: атт. ἐξελίττω (aor. ἐξείλιξα)
1 разворачивать, разматывать (περιβολᾶς σφραγισμάτων Eur.);
2 развертывать (ὁ κύκλος ἐξελιττόμενος Arst.); преимущ. воен. развертывать, располагать по фронту (τὴν φάλαγγα Xen.);
3 med. развертываясь описывать (ὁ κύκλος ἐξελίττεται γραμμήν Arst.);
4 делать поворот, поворачиваться (ἀπὸ τῶν εὐωνόμων παρὰ τὴν γῆν Polyb.; ἐπὶ δεξιά Plut.);
5 огибать, обходить (τὴν τάφρον Plut.);
6 вращать: ἴχνος ἐ. ποδός Eur. кружиться в пляске; τὸν κύκλον ἐ. и ἐξελίττεσθαι κατὰ κύκλου Plut. совершать круговорот;
7 гонять вокруг: ἐ. τινὰ κίονος κύκλῳ Eur. гоняться за кем-л. вокруг столба;
8 воен. выводить (τὴν δύναμιν τῶν στενῶν Plut.);
9 воен. уходить, отступать (εἰς πεδίον Plut.);
10 развивать, раскрывать: ἐ. λόγον Eur. рассказывать;
11 разъяснять, истолковывать (θεοῦ θεσπίσματα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξελίσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, ἐκτυλίσσω, ἀνοίγω, φέρ’, ἐξελίξας περιβολὰς σφραγισμάτων ἴδω τί λέξαι δέλτος ἥδε μοι θέλει Εὐρ. Ἱππ. 864· μεταφ., ἀναπτύσσω, ἑρμηνεύω, Λατ. explicare, σὺ δ’ ἐξελίσσεις πῶς θεοῦ θεσπίσματα; ὁ αὐτ. Ἱκ. 141· διηγοῦμαι, ἐν Ἴωνι 397: ― Παθ., ὁ... κύκλος... ἴσην ἐξελίττεται γραμμήν, ἐκτυλίσσεται οὕτως ὥστε νὰ σχηματίσῃ ἴσην γραμμήν, Ἀριστ. Μηχαν. 24, 1, πρβλ. Προβλ. 16. 6, 2. 2) ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως, ἔνθα Νηρῄδων χοροὶ κάλλιστον ἴχνος ἐξελίσσουσι ποδὸς Εὐρ. Τρῳ. 3· ἐξελίσσειν τινὰ κύκλῳ, διώκειν τινὰ πέριξ τινὸς πράγματος, ὁ δ’ ἐξελίσσων παῖδα κίονος κύκλῳ ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 977· οἱ δὲ περὶ τὸν νομέα κύκλους ἀγερώχους ἐξελίττοντες, κάμνοντες γύρους, Ἡλιόδ. 5. 14, πρβλ. Πλούτ. 2. 368Α· ἐπὶ τοῦ λαγωοῦ, τρέχων κάμνω ἑλιγμούς, αἰφνιδίως ἀλλάσσω δρόμον, ὁ μὲν ἐξελίξας τὸν δρόμον... ἵεται τοῦ πρόσω Ἀρρ. Κυν. 17, 3· οὕτω καὶ ἐν τῷ Παθ., αὐτόθι 16, 3· ἢ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἐξελίττει τῇ καὶ τῇ Αἰλ. π. Ζ. 13. 14· καὶ, ἐξ. ἑαυτόν, διαφεύγειν, αὐτόθι 16: ― ἀκολούθως, συχνάκις ἀμεταβ., περιστρέφομαι, ἐπὶ δεξιὰ ἐξελίττειν Πλουτ. Κάμιλλ. 5· καὶ μετ’ αἰτ. τόπου, τοὺς κόλπους ἐξελίσσων, ἀκολουθῶν τὰς καμπὰς τῶν κόλπων, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 84· ἐξ. τὴν τάφρον, στραφεὶς πρὸς τὴν τάφρον, Πλουτ. Πύρρ. 28. ΙΙ. ὡς στρατωτικὸς ὅρος = ἀναπτύσσειν, Λατ. explicare, ἐκτείνων τὸ μέτωπο τῆς φάλαγγος δι’ ἐλαττώσεως τοῦ βάθους ἢ μεταβάλλω οἱανδήποτε πλευρὰν τῆς φάλαγγος εἰς μέτωπον, ἢ ἐκ δεξιᾶς ἢ ἀριστερᾶς ἢ ὄπισθεν ἐπιφανέντων πολεμίων ὀρθῶς ἐξελίξαι Ξεν. Κύρ. 8. 5, 15, Ἑλλ. 4. 3, 18, πρβλ. Λίβ. 44. 37· ἐξελίττεται ὁ στίχος Ξεν. Λακεδ. Πολ. 11. 8. 2) ἐν τῷ παθ., ἀποσύρομαι, Πλουτ. Αἰμίλ. 17· καὶ ἐν τῷ ἐνεργ. ἀμεταβάτως, ἀναγκαζομένους ἐξελίττειν συνεχῶς ὁ αὐτὸς ἐν βίῳ Τιμολ. 27· καὶ ἐπὶ πλοίων, Πολύβ. 1. 51, 11.

Greek Monolingual

ἐξελίσσω, αττ. τ. ἐξελίττω)
με αλλεπάλληλες μεταβολές μετασχηματίζω κάτι («η βιομηχανία εξελίχθηκε ραγδαία»)
νεοελλ.
μετατρέπομαι, αλλάζω («ἐξελίσσεται σὲ λαμπρὸ ἐπιστήμονα»)
αρχ.
1. ξετυλίγω, ανοίγω («ἐξελίξας περιβολὰς σφραγισμάτων», Ευρ.)
2. ερμηνεύω («σὺ δ' ἐξελίσσεις πῶς θεοῦ θεσπίσματα;», Ευρ.)
3. διηγούμαι
4. διαγράφω, χαράζω με γρήγορη κίνησηἔνθα Νηρῄδων χοροί κάλλιστον ἴχνος ἐξελίσσουσι ποδός», Ευρ.)
5. καταδιώκω, κυνηγώ γύρω από κάτι («ὁ δ' έξελίσσων παῖδα κίονος κύκλῳ», Ευρ.)
6. περιστρέφομαι
7. (για τη σελήνη) συμπληρώνω την περιφορά μου
8. (για λαγό) τρέχω κάνοντας ελιγμούς
9. αλλάζω δρόμο («ὁ μὲν ἐξελίξας τὸν δρόμον... ἵεται τοῦ πρόσω», Αρρ.)
10. (για πλοίο) πλέω με ελιγμούς
11. (με αιτ. τοπ.) προχωρώ ή πλέω ακολουθώντας τις φυσικές καμπές του τόπου
12. (ως στρατ. όρος) εκτείνω το μέτωπο του στρατεύματος, μεταβάλλω οποιαδήποτε πλευρά της φάλαγγας σε μέτωπο
13. (για στρατό) εκτελώ στρατιωτικές ασκήσεις
14. προχωρώ παραταγμένος για μάχη εναντίον του εχθρού
15. απαλλάσσω από την απειλή εχθρικού στρατού.

Greek Monotonic

ἐξελίσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. 1. ανοίγω, ξετυλίγω, σε Ευρ.· μεταφ. ερμηνεύω, Λατ. explicare, στον ίδ.
2. λέγεται για κάθε γρήγορη κίνηση, ἴχνος ἐξ. ποδός, αναπτύσσονται, ξετυλίγονται σε έναν περίπλοκο, δαιδαλώδη χορό, στον ίδ.· απ' όπου αμτβ., περιστρέφομαι, σε Πλούτ.
II. 1. ως στρατιωτικός όρος, = ἀναπτύσσειν, Λατ. explicare, εκτείνω, επεκτείνω το μέτωπο της φάλαγγας φέρνοντας την οπισθοφυλακή μπροστά, «ανοίγω» το στράτευμα, σε Ξεν.
2. αποσύρομαι, σε Πλούτ.

Middle Liddell

Attic -ττω fut. ξω
I. to unroll, Eur.:metaph. to unfold, Lat. explicare, Eur.
2. of any rapid motion, ἴχνος ἐξ. ποδός to evolve the mazy dance, Eur.:—hence intr. to wheel about, Plut.
II. as military term, = ἀναπτύσσειν, Lat. explicare, to extend the front by bringing up the rear men, to deploy, Xen.
2. to draw off, Plut.