Anonymous

συνέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />συγκεντρώνομαι, [[έρχομαι]] [[μαζί]] με άλλους στον ίδιο χώρο για [[συνεργασία]], [[σύσκεψη]], [[τέλεση]] εορτής (α. «συνέρχεται η [[βουλή]], η [[επιτροπή]], το [[συμβούλιο]] κρίσεων κ.λπ.» β. «ἐὰν συνέλθῃ ἡ [[ἐκκλησία]]», ΚΔ<br />γ. «συνέρχεσθαι τοὺς συνέδρους», <b>επιγρ.</b><br />δ. «ἄν ἐς τὡὐτὸ συνέλθωσι κατὰ εἴλας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με νοσηρές ή δυσάρεστες καταστάσεις) [[ανακτώ]] τις αισθήσεις μου ή [[αναλαμβάνω]] τις δυνάμεις μου ή την ψυχική μου [[ηρεμία]], αποκαθίσταμαι (α. «δεν συνήλθε [[ακόμη]] από το σοκ» β. «[[μετά]] από τέτοια [[συμφορά]] θα αργήσει να συνέλθει»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δικαίωμα]] [ή [[ελευθερία]]] του συνέρχεσθαι»<br /><b>(νομ.)</b> το συνταγματικώς κατοχυρωμένο [[δικαίωμα]] τών ειρηνικών και άοπλων συγκεντρώσεων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ζω στο ίδιο [[οίκημα]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τις δύο [[φύσεις]] του Χριστού) ενώνομαι σε ένα [[πρόσωπο]], [[συνυπάρχω]] («ἐν ἑνὶ προσώπῳ ἀμφοῑν τῶν φύσεων συνελθουσῶν», Λεοντ.)<br /><b>2.</b> έχω σαρκικές σχέσεις ή [[συνάπτω]] γάμο (α. «συνελθοῡσαν εἰς ὁμιλίαν αὐτῷ [[λάθρα]] καὶ γενομένην ἔγκυον», <b>Διόδ.</b><br />β. «τὰ ἔντομα συνέρχεσθαι [[ὄπισθεν]]», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «τῶν νῡν συνερχομένων εἰς γάμου κοινωνίαν», Ευχολ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] [[κάπου]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], [[συμπορεύομαι]]<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] ταυτόχρονα με άλλον («ξυνήλθομεν βουκόλοι καὶ ποιμένες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> συναντιέμαι με τον εχθρό, συμπλέκομαι («ἐς τὸ [[πεδίον]] συνελθόντων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[μάχη]]) συνάπτομαι, διεξάγομαι («[[μάχη]] ὑπό ἀξιολογωτάτων [[πόλεων]] ξυνελθοῡσα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συνδέομαι]] φιλικά («δυοῑν οἰκίαιν συνελθούσαιν εἰς ταὐτόν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> συμφιλιώνομαι (α. «ἵνα μὴ... συνέλθοιεν αἱ πόλεις», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «ἀδελφοὶ δὲ τοῡ κατὰ φύσιν ἐκπεσόντες οὔ τι ῥᾳδίως συνέρχονται», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> (για ποταμούς) [[συμβάλλω]]<br /><b>8.</b> (για ουράνια σώματα) βρίσκομαι σε [[συζυγία]]<br /><b>9.</b> (για χάσματα) κλείνομαι, συμπληρώνομαι<br /><b>10.</b> (για γεγονότα) [[συμβαίνω]] ταυτόχρονα, [[συμπίπτω]] (α. «ταῡτα [[πάντα]] συνελθόντα», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τῆς τύχης οὕτω συνελθούσης», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>11.</b> [[περιπίπτω]], [[περιέρχομαι]] («συνελθόντες εἰς ἐσχάτην πενίαν», πάπ.).
|mltxt=ΝΜΑ<br />συγκεντρώνομαι, [[έρχομαι]] [[μαζί]] με άλλους στον ίδιο χώρο για [[συνεργασία]], [[σύσκεψη]], [[τέλεση]] εορτής (α. «συνέρχεται η [[βουλή]], η [[επιτροπή]], το [[συμβούλιο]] κρίσεων κ.λπ.» β. «ἐὰν συνέλθῃ ἡ [[ἐκκλησία]]», ΚΔ<br />γ. «συνέρχεσθαι τοὺς συνέδρους», <b>επιγρ.</b><br />δ. «ἄν ἐς τὡὐτὸ συνέλθωσι κατὰ εἴλας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με νοσηρές ή δυσάρεστες καταστάσεις) [[ανακτώ]] τις αισθήσεις μου ή [[αναλαμβάνω]] τις δυνάμεις μου ή την ψυχική μου [[ηρεμία]], αποκαθίσταμαι (α. «δεν συνήλθε [[ακόμη]] από το σοκ» β. «[[μετά]] από τέτοια [[συμφορά]] θα αργήσει να συνέλθει»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δικαίωμα]] [ή [[ελευθερία]]] του συνέρχεσθαι»<br /><b>(νομ.)</b> το συνταγματικώς κατοχυρωμένο [[δικαίωμα]] τών ειρηνικών και άοπλων συγκεντρώσεων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ζω στο ίδιο [[οίκημα]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τις δύο [[φύσεις]] του Χριστού) ενώνομαι σε ένα [[πρόσωπο]], [[συνυπάρχω]] («ἐν ἑνὶ προσώπῳ ἀμφοῑν τῶν φύσεων συνελθουσῶν», Λεοντ.)<br /><b>2.</b> έχω σαρκικές σχέσεις ή [[συνάπτω]] γάμο (α. «συνελθοῡσαν εἰς ὁμιλίαν αὐτῷ [[λάθρα]] καὶ γενομένην ἔγκυον», <b>Διόδ.</b><br />β. «τὰ ἔντομα συνέρχεσθαι [[ὄπισθεν]]», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «τῶν νῡν συνερχομένων εἰς γάμου κοινωνίαν», Ευχολ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] [[κάπου]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], [[συμπορεύομαι]]<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] ταυτόχρονα με άλλον («ξυνήλθομεν βουκόλοι καὶ ποιμένες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> συναντιέμαι με τον εχθρό, συμπλέκομαι («ἐς τὸ [[πεδίον]] συνελθόντων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[μάχη]]) συνάπτομαι, διεξάγομαι («[[μάχη]] ὑπό ἀξιολογωτάτων [[πόλεων]] ξυνελθοῡσα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συνδέομαι]] φιλικά («δυοῑν οἰκίαιν συνελθούσαιν εἰς ταὐτόν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> συμφιλιώνομαι (α. «ἵνα μὴ... συνέλθοιεν αἱ πόλεις», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «ἀδελφοὶ δὲ τοῦ κατὰ φύσιν ἐκπεσόντες οὔ τι ῥᾳδίως συνέρχονται», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> (για ποταμούς) [[συμβάλλω]]<br /><b>8.</b> (για ουράνια σώματα) βρίσκομαι σε [[συζυγία]]<br /><b>9.</b> (για χάσματα) κλείνομαι, συμπληρώνομαι<br /><b>10.</b> (για γεγονότα) [[συμβαίνω]] ταυτόχρονα, [[συμπίπτω]] (α. «ταῡτα [[πάντα]] συνελθόντα», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τῆς τύχης οὕτω συνελθούσης», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>11.</b> [[περιπίπτω]], [[περιέρχομαι]] («συνελθόντες εἰς ἐσχάτην πενίαν», πάπ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm