Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐναίρω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐναίρω]] και ἐνναίρω (Α)<br /><b>1.</b> [[φονεύω]], [[σκοτώνω]] σε [[μάχη]] (α. «ἐκ τοῡ δὴ τόξοισι δεδεγμένος ἄνδρας [[ἐναίρω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «κάπρους τ' ἔναιρε», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[φθείρω]], [[καταστρέφω]], [[εξολοθρεύω]], [[εξαφανίζω]].<br />ἐναιρῶ (-έω) (Α)<br />[[κυριεύω]] μια οχυρή [[θέση]] (απαντά μόνο η μτχ. παθ. αορ. <i>εναιλεθέντος</i>, σαν να υπήρχε ρ. <i>εναιλώ</i>).
|mltxt=[[ἐναίρω]] και ἐνναίρω (Α)<br /><b>1.</b> [[φονεύω]], [[σκοτώνω]] σε [[μάχη]] (α. «ἐκ τοῦ δὴ τόξοισι δεδεγμένος ἄνδρας [[ἐναίρω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «κάπρους τ' ἔναιρε», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[φθείρω]], [[καταστρέφω]], [[εξολοθρεύω]], [[εξαφανίζω]].<br />ἐναιρῶ (-έω) (Α)<br />[[κυριεύω]] μια οχυρή [[θέση]] (απαντά μόνο η μτχ. παθ. αορ. <i>εναιλεθέντος</i>, σαν να υπήρχε ρ. <i>εναιλώ</i>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm