Anonymous

στρογγυλός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
(38)
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στρογγύλος]], -η, -ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και [[στρογγύλος]], -η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> [[κυκλικός]] ή [[σφαιρικός]] («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λόγο ή για [[έκφραση]]) [[σαφής]], [[απερίφραστος]], [[συμπυκνωμένος]] (α. «στρογγυλά [[λόγια]]» — [[λόγια]] σταράτα<br />β. «στρογγύλα ῥήματα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κυκλοτερής]] («[[δίφρος]] [[στρογγύλος]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «στρογγύλο [[πλοίο]]» ή «στρογγύλη ναῡς» — φορτηγό ιστιοφόρο [[πλοίο]] που χρησιμοποιούσαν στην [[αρχαιότητα]] για τη [[μεταφορά]] τών εμπορευμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για αριθμό) [[ακέραιος]], με [[παράλειψη]] τών μονάδων ή του κλάσματος του<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] σχηματισμών, όπως [[είναι]] οι μύες και οι σύνδεσμοι, που έχουν στρογγυλό [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το στρογγυλό</i><br />(τροφ.-τεχνολ.) [[τεμάχιο]] βοδινού κρέατος από το πρόσθιο [[μέρος]] του μηρού τών βοδιών και τών μοσχαριών, αλλ. [[μήλο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «στρογγυλή [[τράπεζα]]»<br />i) η [[τράπεζα]] του θρυλικού βασιλιά της Βρετανίας Αρθούρου, στην οποία συγκέντρωνε τους ιππότες της Αυλής που ήταν διαπρεπείς και ξεχώριζαν για την προσωπικότητά τους<br />ii) [[συνήθης]] πρακτική πρωτοκόλλου σε διεθνείς διασκέψεις, [[κατά]] την οποία, για να τηρηθεί η [[αρχή]] της ισοτιμίας, [[κάθε]] [[αντιπρόσωπος]] που παρακάθεται στο [[τραπέζι]] [[γύρω]] από το οποίο γίνονται οι συνομιλίες καταλαμβάνει εκ περιτροπής τη [[θέση]] του προέδρου της διάσκεψης<br />iii) (<b>κατ' επέκτ.</b>) ελεύθερη [[συζήτηση]] ενός θέματος στα πλαίσια μιας επί τούτου συνάντησης στην οποία μετέχουν πρόσωπα αρμόδια για το αντίστοιχο [[θέμα]]<br />β) «[[μείζων]] [[στρογγύλος]] μυς» και «[[ελάσσων]] [[στρογγύλος]] μυς»<br /><b>ανατ.</b> μύες που βρίσκονται στο οπίσθιο [[μέρος]] του ώμου, και εκτείνονται από την [[ωμοπλάτη]] στο άνω [[τμήμα]] του βραχιόνιου οστού<br />γ) «[[στρογγύλος]] [[πρηνιστής]] του πήχεως»<br /><b>ανατ.</b> μυς του αντιβραχίου που εκτείνεται [[μεταξύ]] παρατροχιλίου και κορωνοειδούς αποφύσεως και καταφύεται στο [[μέσο]] της έξω επιφάνειας της κερκίδας<br />δ) «[[στρογγύλος]] [[σύνδεσμος]] του ισχίου»<br /><b>ανατ.</b> [[σύνδεσμος]] [[μεταξύ]] κεφαλής και μηριαίου οστού και κοτύλης<br />ε) «[[στρογγύλος]] [[σύνδεσμος]] του [[ήπατος]]»<br /><b>ανατ.</b> [[σύνδεσμος]] [[μεταξύ]] ομφαλού και [[ήπατος]]<br />στ) «[[στρογγύλος]] [[σύνδεσμος]] της μήτρας»<br /><b>ανατ.</b> καθεμία από τις δύο ινομυώδεις ταινίες που εκτείνονται από τον πυθμένα της μήτρας, [[δεξιά]] και αριστερά στη σύστοιχη βουβωνική [[χώρα]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «στρογγυλά 'ναι και κυλάνε» — λέγεται για τα χρήματα, που ξοδεύονται [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο [[στρογγυλοπρόσωπος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα και [[κυρίως]] για λιοντάρια και σκύλους) [[παχύς]], [[κοντόχοντρος]]<br /><b>3.</b> (για [[πανί]]) πλήρες, φουσκωμένο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λίθος]] [[στρογγύλος]]» — το [[χαλίκι]] (<b>Ξεν.</b>)<br />β) «ξύλα στρογγύλα» — κορμοί δέντρων απελέκητοι <b>(Θεόφρ.)</b><br />γ) «τὸ στρογγύλον τοῡ στόματος» — το τορνευτό, γλαφυρό ύφος [του Ευρυπίδου] (<b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στρογγυλά</i> /[[στρογγύλως]] ΝΜΑ, και <i>στρόγγυλα</i> Ν<br />με [[στρογγυλότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> με [[γλαφυρότητα]], με [[κομψότητα]] («συστρέφειν τὰ νοήματα καὶ [[στρογγύλως]] ἐκφέρειν», Δίον. Αλ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[στρογγύλως]] βιῶ»<br /><b>μτφ.</b> ζω με απλό και λιτό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>στρογγ</i>-<i>ύλος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αγκ</i>-<i>ύλος</i>, <i>γογγ</i>-<i>ύλος</i>, <i>καμπ</i>-<i>ύλος</i>) ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>strenk</i>- / <i>streng</i>- «[[συγκεντρώνω]], [[σφίγγω]], [[στενός]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στράγξ]]) και [[πρέπει]] να είχε αρχική σημ. «[[σφιχτός]], τοποθετημένος σε [[σφαίρα]]», απ' όπου προήλθε η σημ. «[[κυκλικός]], [[σφαιρικός]]». Η [[άποψη]] ότι το επίθ. [[στρογγύλος]] προήλθε από τ. <i>στραγγύλος</i> (με φωνηεντισμό ίδιο με τη λ. [[στράγξ]]) αναλογικά [[προς]] το [[γογγύλος]] δεν θεωρείται πιθανή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[στρογγυλαίνω]], [[στρογγύλευμα]], [[στρογγυλότης]](-<i>τητα</i>), [[στρογγυλώ]] (-<i>νω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[στρογγυλίας]], [[στρογγυλίζω]], [[στρογγύλιον]], <i>στρογγύλω</i>, <i>οτρογγυλώδης</i><br /><b>μσν.</b><br />[[στρογγύλεος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρογγυλάδα]], [[στρογγυλεύω]], [[στρογγυλούτσικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[στρογγυλοπρόσωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[στρογγυλόγλυφος]], [[στρογγυλοδίνητος]], [[στρογγυλοειδής]], [[στρογγυλόκαυλος]], [[στρογγυλόλοβος]], [[στρογγυλοναύτης]], [[στρογγυλόπλευρος]], [[στρογγυλόπους]], [[στρογγυλοτομία]], [[στρογγυλώψ]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>στρογγυλοευμορφοπώγωνος</i>, [[στρογγυλόστεγος]], [[στρογγύλοψις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρογγυλοκάθομαι]], <i>στρογγυλοφέγγαρος</i>. (Β' συνθετικό) [[ημιστρόγγυλος]], [[ολοστρόγγυλος]], [[υποστρόγγυλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφιστρόγγυλος]], [[επιστρόγγυλος]], [[παραστρόγγυλος]], [[περιστρόγγυλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>καταστρόγγυλος</i>, <i>μισοστρόγγυλος</i>].
|mltxt=-ή, -ό / [[στρογγύλος]], -η, -ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και [[στρογγύλος]], -η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> [[κυκλικός]] ή [[σφαιρικός]] («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λόγο ή για [[έκφραση]]) [[σαφής]], [[απερίφραστος]], [[συμπυκνωμένος]] (α. «στρογγυλά [[λόγια]]» — [[λόγια]] σταράτα<br />β. «στρογγύλα ῥήματα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κυκλοτερής]] («[[δίφρος]] [[στρογγύλος]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «στρογγύλο [[πλοίο]]» ή «στρογγύλη ναῡς» — φορτηγό ιστιοφόρο [[πλοίο]] που χρησιμοποιούσαν στην [[αρχαιότητα]] για τη [[μεταφορά]] τών εμπορευμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για αριθμό) [[ακέραιος]], με [[παράλειψη]] τών μονάδων ή του κλάσματος του<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] σχηματισμών, όπως [[είναι]] οι μύες και οι σύνδεσμοι, που έχουν στρογγυλό [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το στρογγυλό</i><br />(τροφ.-τεχνολ.) [[τεμάχιο]] βοδινού κρέατος από το πρόσθιο [[μέρος]] του μηρού τών βοδιών και τών μοσχαριών, αλλ. [[μήλο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «στρογγυλή [[τράπεζα]]»<br />i) η [[τράπεζα]] του θρυλικού βασιλιά της Βρετανίας Αρθούρου, στην οποία συγκέντρωνε τους ιππότες της Αυλής που ήταν διαπρεπείς και ξεχώριζαν για την προσωπικότητά τους<br />ii) [[συνήθης]] πρακτική πρωτοκόλλου σε διεθνείς διασκέψεις, [[κατά]] την οποία, για να τηρηθεί η [[αρχή]] της ισοτιμίας, [[κάθε]] [[αντιπρόσωπος]] που παρακάθεται στο [[τραπέζι]] [[γύρω]] από το οποίο γίνονται οι συνομιλίες καταλαμβάνει εκ περιτροπής τη [[θέση]] του προέδρου της διάσκεψης<br />iii) (<b>κατ' επέκτ.</b>) ελεύθερη [[συζήτηση]] ενός θέματος στα πλαίσια μιας επί τούτου συνάντησης στην οποία μετέχουν πρόσωπα αρμόδια για το αντίστοιχο [[θέμα]]<br />β) «[[μείζων]] [[στρογγύλος]] μυς» και «[[ελάσσων]] [[στρογγύλος]] μυς»<br /><b>ανατ.</b> μύες που βρίσκονται στο οπίσθιο [[μέρος]] του ώμου, και εκτείνονται από την [[ωμοπλάτη]] στο άνω [[τμήμα]] του βραχιόνιου οστού<br />γ) «[[στρογγύλος]] [[πρηνιστής]] του πήχεως»<br /><b>ανατ.</b> μυς του αντιβραχίου που εκτείνεται [[μεταξύ]] παρατροχιλίου και κορωνοειδούς αποφύσεως και καταφύεται στο [[μέσο]] της έξω επιφάνειας της κερκίδας<br />δ) «[[στρογγύλος]] [[σύνδεσμος]] του ισχίου»<br /><b>ανατ.</b> [[σύνδεσμος]] [[μεταξύ]] κεφαλής και μηριαίου οστού και κοτύλης<br />ε) «[[στρογγύλος]] [[σύνδεσμος]] του [[ήπατος]]»<br /><b>ανατ.</b> [[σύνδεσμος]] [[μεταξύ]] ομφαλού και [[ήπατος]]<br />στ) «[[στρογγύλος]] [[σύνδεσμος]] της μήτρας»<br /><b>ανατ.</b> καθεμία από τις δύο ινομυώδεις ταινίες που εκτείνονται από τον πυθμένα της μήτρας, [[δεξιά]] και αριστερά στη σύστοιχη βουβωνική [[χώρα]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «στρογγυλά 'ναι και κυλάνε» — λέγεται για τα χρήματα, που ξοδεύονται [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο [[στρογγυλοπρόσωπος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα και [[κυρίως]] για λιοντάρια και σκύλους) [[παχύς]], [[κοντόχοντρος]]<br /><b>3.</b> (για [[πανί]]) πλήρες, φουσκωμένο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λίθος]] [[στρογγύλος]]» — το [[χαλίκι]] (<b>Ξεν.</b>)<br />β) «ξύλα στρογγύλα» — κορμοί δέντρων απελέκητοι <b>(Θεόφρ.)</b><br />γ) «τὸ στρογγύλον τοῦ στόματος» — το τορνευτό, γλαφυρό ύφος [του Ευρυπίδου] (<b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στρογγυλά</i> /[[στρογγύλως]] ΝΜΑ, και <i>στρόγγυλα</i> Ν<br />με [[στρογγυλότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> με [[γλαφυρότητα]], με [[κομψότητα]] («συστρέφειν τὰ νοήματα καὶ [[στρογγύλως]] ἐκφέρειν», Δίον. Αλ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[στρογγύλως]] βιῶ»<br /><b>μτφ.</b> ζω με απλό και λιτό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>στρογγ</i>-<i>ύλος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αγκ</i>-<i>ύλος</i>, <i>γογγ</i>-<i>ύλος</i>, <i>καμπ</i>-<i>ύλος</i>) ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>strenk</i>- / <i>streng</i>- «[[συγκεντρώνω]], [[σφίγγω]], [[στενός]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στράγξ]]) και [[πρέπει]] να είχε αρχική σημ. «[[σφιχτός]], τοποθετημένος σε [[σφαίρα]]», απ' όπου προήλθε η σημ. «[[κυκλικός]], [[σφαιρικός]]». Η [[άποψη]] ότι το επίθ. [[στρογγύλος]] προήλθε από τ. <i>στραγγύλος</i> (με φωνηεντισμό ίδιο με τη λ. [[στράγξ]]) αναλογικά [[προς]] το [[γογγύλος]] δεν θεωρείται πιθανή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[στρογγυλαίνω]], [[στρογγύλευμα]], [[στρογγυλότης]](-<i>τητα</i>), [[στρογγυλώ]] (-<i>νω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[στρογγυλίας]], [[στρογγυλίζω]], [[στρογγύλιον]], <i>στρογγύλω</i>, <i>οτρογγυλώδης</i><br /><b>μσν.</b><br />[[στρογγύλεος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρογγυλάδα]], [[στρογγυλεύω]], [[στρογγυλούτσικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[στρογγυλοπρόσωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[στρογγυλόγλυφος]], [[στρογγυλοδίνητος]], [[στρογγυλοειδής]], [[στρογγυλόκαυλος]], [[στρογγυλόλοβος]], [[στρογγυλοναύτης]], [[στρογγυλόπλευρος]], [[στρογγυλόπους]], [[στρογγυλοτομία]], [[στρογγυλώψ]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>στρογγυλοευμορφοπώγωνος</i>, [[στρογγυλόστεγος]], [[στρογγύλοψις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρογγυλοκάθομαι]], <i>στρογγυλοφέγγαρος</i>. (Β' συνθετικό) [[ημιστρόγγυλος]], [[ολοστρόγγυλος]], [[υποστρόγγυλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφιστρόγγυλος]], [[επιστρόγγυλος]], [[παραστρόγγυλος]], [[περιστρόγγυλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>καταστρόγγυλος</i>, <i>μισοστρόγγυλος</i>].
}}
}}