Anonymous

ἐπάλλαξις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπάλλαξις]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[επαλλαγή]], [[συναλλαγή]]<br /><b>2.</b> [[ανάμιξη]]<br /><b>3.</b> [[συναρμογή]], [[σύναψη]]<br /><b>3.</b> [[διασταύρωση]] («βραχείας τὰς εἰς ἀλλήλους ἐμπλοκὰς καὶ τὰς ἐπαλλάξεις [[γίγνεσθαι]] τοῡ τοιούτου χάρακος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> [[περιπλοκή]], [[μπέρδεμα]]<br /><b>5.</b> [[παραλλαγή]] χαρακτηριστικών<br /><b>6.</b> [[εναλλαγή]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («ὁπποτέρως δ' ἄν ἔχη, ἤ γε [[ἐπάλλαξις]] [[φανερά]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>7.</b> [[αλλαγή]], [[μεταβολή]]<br /><b>8.</b> (για ανώμαλη [[κατάσταση]] του σώματος) [[ποικιλία]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπάλλαξις]] τῶν ποδῶν» — η [[τοποθέτηση]] του ενός ποδιού [[πάνω]] στο [[άλλο]].
|mltxt=[[ἐπάλλαξις]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[επαλλαγή]], [[συναλλαγή]]<br /><b>2.</b> [[ανάμιξη]]<br /><b>3.</b> [[συναρμογή]], [[σύναψη]]<br /><b>3.</b> [[διασταύρωση]] («βραχείας τὰς εἰς ἀλλήλους ἐμπλοκὰς καὶ τὰς ἐπαλλάξεις [[γίγνεσθαι]] τοῦ τοιούτου χάρακος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> [[περιπλοκή]], [[μπέρδεμα]]<br /><b>5.</b> [[παραλλαγή]] χαρακτηριστικών<br /><b>6.</b> [[εναλλαγή]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («ὁπποτέρως δ' ἄν ἔχη, ἤ γε [[ἐπάλλαξις]] [[φανερά]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>7.</b> [[αλλαγή]], [[μεταβολή]]<br /><b>8.</b> (για ανώμαλη [[κατάσταση]] του σώματος) [[ποικιλία]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπάλλαξις]] τῶν ποδῶν» — η [[τοποθέτηση]] του ενός ποδιού [[πάνω]] στο [[άλλο]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπάλλαξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> смена, чередование (συμβαίνει πολλὴ ἐ. τοῖς γένεσιν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> переплетение, скрещение (δακτύλων Arst.; ἐμπλοκαὶ καὶ ἐπαλλάξεις τοῦ χάρακος Polyb.; μηρῶν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> хитросплетение: διὰ τῆς ἐπαλλάξεως Plat. посредством словесных вывертов.
|elrutext='''ἐπάλλαξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> смена, чередование (συμβαίνει πολλὴ ἐ. τοῖς γένεσιν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> переплетение, скрещение (δακτύλων Arst.; ἐμπλοκαὶ καὶ ἐπαλλάξεις τοῦ χάρακος Polyb.; μηρῶν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> хитросплетение: διὰ τῆς ἐπαλλάξεως Plat. посредством словесных вывертов.
}}
}}