ἐπάλλαξις

From LSJ

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάλλαξις Medium diacritics: ἐπάλλαξις Low diacritics: επάλλαξις Capitals: ΕΠΑΛΛΑΞΙΣ
Transliteration A: epállaxis Transliteration B: epallaxis Transliteration C: epallaksis Beta Code: e)pa/llacis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A interweaving or dovetailing, Antipho Soph.20 (pl.); αἱ ἐμπλοκαὶ καὶ ἐπαλλάξεις τοῦ χάρακος Plb. 18.18.11; ἡ ἐπάλλαξις τῶν δακτύλων crossing of two fingers so as to feel double, Arist.Metaph.1011a33, Insomn.460b20, Pr.958b14; linking together, Id.Mete.387a12.
2 overlapping of species, Id.GA732b15; confusion of different things, Str.12.8.2.
b alternation, Pl. Sph.240c.
3 change, θέσεως Hierocl.in CA1p.419M.; διαιτημάτων Gal.6.59 (pl.); varieties of abnormal constitutions, ib.385 (pl.).

German (Pape)

[Seite 898] ἡ, Wechsel, Tausch, Verkehr, Harpocr. aus Antiph.; Übergang aus einer Klasse in die andere, Arist. gen. an. 2, 1; die Verschränkung, Durchkreuzung, Plat. Soph. 240 c, = συμπλοκή; so auch δακτύλων Arist. Probl. 31, 11; τοῦ χάρακος Pol. 18, 1, 11.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάλλαξις: εως ἡ
1 смена, чередование (συμβαίνει πολλὴ ἐ. τοῖς γένεσιν Arst.);
2 переплетение, скрещение (δακτύλων Arst.; ἐμπλοκαὶ καὶ ἐπαλλάξεις τοῦ χάρακος Polyb.; μηρῶν Plut.);
3 хитросплетение: διὰ τῆς ἐπαλλάξεως Plat. посредством словесных вывертов.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάλλαξις: -εως, ἡ ἀνταλλαγή, συναλλαγή, ὅμοιον τῷ ἐπαλλαγή, «ἐπαλλάξεις: ἀντὶ τοῦ συναλλαγὰς ἢ μίξεις, Ἀντιφῶν Ἀληθείας α΄» Ἁρποκρ., Ἀριστ. Μετεωρ. 4, 9, 23· ἐπὶ τῶν δακτύλων, ὡς ὅταν παίζῃ τις αὐλόν, ἡ ταχεῖα κίνησις αὐτῶν, τὸ ταχὺ «ἀναιβοκαταίβασμα αὐτῶν», ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3, 6, 7, π. Ἐνυπν. 2. 18, Προβλ. 31. 11. 2) συμπλοκή, διὰ τῆς ἐπαλλάξεως ταύτης Πλάτ. Σοφιστ. 240C· τὰς ἐπαλλάξεις τοῦ τοιούτου χάρακος Πολύβ. 18. 1, 11, 3) διαφορά, συμβαίνει δὲ πολλὴ ἐπάλλαξις τοῖς γένεσιν Ἀριστ. π. Γ. Γεν. 2. 1, 10.

Greek Monolingual

ἐπάλλαξις, η (Α)
1. επαλλαγή, συναλλαγή
2. ανάμιξη
3. συναρμογή, σύναψη
3. διασταύρωση («βραχείας τὰς εἰς ἀλλήλους ἐμπλοκὰς καὶ τὰς ἐπαλλάξεις γίγνεσθαι τοῦ τοιούτου χάρακος», Πολ.)
4. περιπλοκή, μπέρδεμα
5. παραλλαγή χαρακτηριστικών
6. εναλλαγή με κάτι άλλο («ὁπποτέρως δ' ἄν ἔχη, ἤ γε ἐπάλλαξις φανερά», Στράβ.)
7. αλλαγή, μεταβολή
8. (για ανώμαλη κατάσταση του σώματος) ποικιλία
9. φρ. «ἐπάλλαξις τῶν ποδῶν» — η τοποθέτηση του ενός ποδιού πάνω στο άλλο.

Translations

confusion

Arabic: اِلْتِبَاس‎; Hijazi Arabic: لخبطة‎, حوسة‎, خربطة‎; Armenian: շփոթ; Assamese: খেলিমেলি, আউল; Bulgarian: объ́ркване, бъркотия; Catalan: confusió; Chinese Mandarin: 混亂/混乱; Czech: zmatek; Danish: forvirring, forvirrelse; Dutch: verwarring, war; Esperanto: konfuzo; Finnish: sekaannus, epäselvyys, hämmennys; French: confusion, désordre; German: Verwirrung, Durcheinander, Konfusion, Verwechslung; Greek: σύγχυση, μπέρδεμα; Ancient Greek: ἀδιαληψία, ἀκαταστασία, ἀκοσμία, ἀκρισία, ἀλαλία, ἀλλοδοξία, ἀλογία, ἀλογίη, ἀνακύκλησις, ἀναστροφή, ἀναφυρμός, ἀνάχυσις, ἀντεμπλοκή, ἄνω ποταμῶν, ἀσάφεια, ἀσυστασία, ἀταξία, ἀταξίη, Βαβέλ, διασκορπισμός, διαστροφή, διατροπή, δίνη, δυσωπία, ἐκβρασμός, ἔκπληξις, ἐξαπόρησις, ἐπάλλαξις, ἐπιπλοκή, ἐπιτάραξις, θόρυβος, καταφθορά, κλόνος, κυκηθμός, ξύγχυσις, ὄμιλλος, ὅμιλος, πολυμιγία, ῥόθος, σύγχυσις, σύμφυρσις, τάραγμα, ταραγμός, τάραξις, ταραχή, τύρβα, τύρβασμα, τύρβη, φυρμός; Hebrew: בִּלְבּוּל‎; Hindi: गड़बड़; Hungarian: zavar, összevisszaság; Icelandic: ruglingur, brengl; Italian: confusione, disordine; Japanese: 混乱; Khmer: ល្បែ; Korean: 혼란(混亂); Ladino: embroyo, dubarina, enredijo, mareo, taburra; Latin: tumultus; Malay: kekeliruan; Maori: matangerengere, kaumingomingo, pōkaikaha; Polish: zamieszanie, chaos; Portuguese: confusão; Romanian: confuzie; Russian: путаница, неразбериха, беспорядок; Slovak: zmätok, chaos; Spanish: confusión; Telugu: తడబాటు; Tocharian B: traike; Ushojo: وار خطئ