Anonymous

τοιοῦτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-αύτη, -ο / τοιοῡτος, -αύτη, -ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. [[τέουτος]], -αύτα, -ον, και επιτεταμένος τ. του ουδ. πληθ. [[τοιαυτί]], Α<br />(δεικτ. αντων.) τέτοιου είδους, τέτοιας [[λογής]], [[τέτοιος]] («ὁ τοιοῡτος ὤν καὶ ἐοικέναι τοῖς τοιούτοις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[τοιούτος]]<br />[[κίναιδος]], [[ομοφυλόφιλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εν τοιαύτῃ περιπτώσει»<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) σε αυτήν την [[περίπτωση]], σε τέτοια [[περίπτωση]], [[τότε]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[συχνά]] με επιτ. σημ.) α) τόσο [[μεγάλος]], τόσο [[ευγενής]], τόσο [[καλός]] («τοιοῡτον...ἐστὶ τὸ...τέλειον ἄνδρα [[εἶναι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) τόσο [[άθλιος]], τόσο [[ελεεινός]]<br /><b>2.</b> (σε [[συνεκφορά]] με την αντων. <i>τις</i>) [[περίπου]] [[τέτοιος]] («ἐγένετο ἡ διακομιδὴ τοιαύτη τις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (με άρθρ.) όμοιος («παραπέμπεσθαι τὰ πλοῑα τὰ αὑτῶν, τὰ τοιαῡτα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τοιοῡτον</i><br />α) η τέτοια [[διαγωγή]] («οὐδ' αὖ πρῶτοι τοῡ τοιούτου ὑπάρξαντες», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[τέτοιος]] [[λόγος]], τέτοια [[αιτία]] («[[πλέον]] τι διὰ τὸ τοιοῡτον ἐκπλαγέντων», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) τέτοια [[περίπτωση]]<br />δ) τέτοια [[θέση]] («νομίζων ἐν τῷ τοιούτῳ το τε ἀτρεμὲς καὶ ἀνεκπληκτότατον [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>)<br />ε) αυτό το [[σημείο]] («διὰ τὸ ἐν τοιούτῳ [[εἶναι]] τοῡ κινδύνου προσιόντος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.</b>) <i>τοιαῡτα</i><br />α) ([[μετά]] από [[ερώτηση]]) βεβαίως [[έτσι]], ακριβώς [[έτσι]]<br />β) κατ' αυτόν τον τρόπο<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «τοιοῡτος εἰμι [ή [[γίγνομαι]]] εἴς [ή [[περί]]] τινα [ή τινι]» — έχω τέτοιες διαθέσεις [[απέναντι]] σε κάποιον<br />β) «εἰς τοιοῡτον» — σε τέτοια [[κατάσταση]] (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοῖος]], [[κατά]] τη δεικτ. αντων. [[οὗτος]], <i>αὕτη</i>, <i>τοῦτο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τηλικ</i>-<i>οῦτος</i>). Ο τ. του ουδ. πληθ. [[τοιαυτί]] <span style="color: red;"><</span> ουδ. πληθ. <i>τοιαῦτα</i> <span style="color: red;">+</span> επιτ. [[μόριο]] -<i>ί</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οὑτοσ</i>-<i>ί</i>)].
|mltxt=-αύτη, -ο / τοιοῡτος, -αύτη, -ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. [[τέουτος]], -αύτα, -ον, και επιτεταμένος τ. του ουδ. πληθ. [[τοιαυτί]], Α<br />(δεικτ. αντων.) τέτοιου είδους, τέτοιας [[λογής]], [[τέτοιος]] («ὁ τοιοῡτος ὤν καὶ ἐοικέναι τοῖς τοιούτοις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[τοιούτος]]<br />[[κίναιδος]], [[ομοφυλόφιλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εν τοιαύτῃ περιπτώσει»<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) σε αυτήν την [[περίπτωση]], σε τέτοια [[περίπτωση]], [[τότε]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[συχνά]] με επιτ. σημ.) α) τόσο [[μεγάλος]], τόσο [[ευγενής]], τόσο [[καλός]] («τοιοῡτον...ἐστὶ τὸ...τέλειον ἄνδρα [[εἶναι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) τόσο [[άθλιος]], τόσο [[ελεεινός]]<br /><b>2.</b> (σε [[συνεκφορά]] με την αντων. <i>τις</i>) [[περίπου]] [[τέτοιος]] («ἐγένετο ἡ διακομιδὴ τοιαύτη τις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (με άρθρ.) όμοιος («παραπέμπεσθαι τὰ πλοῑα τὰ αὑτῶν, τὰ τοιαῡτα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τοιοῡτον</i><br />α) η τέτοια [[διαγωγή]] («οὐδ' αὖ πρῶτοι τοῦ τοιούτου ὑπάρξαντες», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[τέτοιος]] [[λόγος]], τέτοια [[αιτία]] («[[πλέον]] τι διὰ τὸ τοιοῡτον ἐκπλαγέντων», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) τέτοια [[περίπτωση]]<br />δ) τέτοια [[θέση]] («νομίζων ἐν τῷ τοιούτῳ το τε ἀτρεμὲς καὶ ἀνεκπληκτότατον [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>)<br />ε) αυτό το [[σημείο]] («διὰ τὸ ἐν τοιούτῳ [[εἶναι]] τοῦ κινδύνου προσιόντος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.</b>) <i>τοιαῡτα</i><br />α) ([[μετά]] από [[ερώτηση]]) βεβαίως [[έτσι]], ακριβώς [[έτσι]]<br />β) κατ' αυτόν τον τρόπο<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «τοιοῡτος εἰμι [ή [[γίγνομαι]]] εἴς [ή [[περί]]] τινα [ή τινι]» — έχω τέτοιες διαθέσεις [[απέναντι]] σε κάποιον<br />β) «εἰς τοιοῡτον» — σε τέτοια [[κατάσταση]] (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοῖος]], [[κατά]] τη δεικτ. αντων. [[οὗτος]], <i>αὕτη</i>, <i>τοῦτο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τηλικ</i>-<i>οῦτος</i>). Ο τ. του ουδ. πληθ. [[τοιαυτί]] <span style="color: red;"><</span> ουδ. πληθ. <i>τοιαῦτα</i> <span style="color: red;">+</span> επιτ. [[μόριο]] -<i>ί</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οὑτοσ</i>-<i>ί</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm