Anonymous

εγκολπώνομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι"
(10)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐγκολπῶ, -όω)<br />[[τοποθετώ]] στον [[κόλπο]] μου, στο [[στήθος]] ή στις τσέπες μου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ενστερνίζομαι]], [[αποδέχομαι]] ανεπιφύλαχτα («[[εγκολπώνομαι]] τις [[νέες]] ιδέες», «τὴν θείαν ἀγάπην ἐγκολπωσάμενοι»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ακτή]]) [[σχηματίζω]] κόλπους<br /><b>2.</b> [[φουσκώνω]] τα πανιά, όπως ο [[άνεμος]]<br /><b>3.</b> (-οῡμαι) <b>φρ.</b> «χιτῶνα παμποίκιλον ἐνεκεκόλπωτο» — φόρεσε στολισμένο χιτώνα.
|mltxt=(AM ἐγκολπῶ, -όω)<br />[[τοποθετώ]] στον [[κόλπο]] μου, στο [[στήθος]] ή στις τσέπες μου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ενστερνίζομαι]], [[αποδέχομαι]] ανεπιφύλαχτα («[[εγκολπώνομαι]] τις [[νέες]] ιδέες», «τὴν θείαν ἀγάπην ἐγκολπωσάμενοι»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ακτή]]) [[σχηματίζω]] κόλπους<br /><b>2.</b> [[φουσκώνω]] τα πανιά, όπως ο [[άνεμος]]<br /><b>3.</b> (-οῦμαι) <b>φρ.</b> «χιτῶνα παμποίκιλον ἐνεκεκόλπωτο» — φόρεσε στολισμένο χιτώνα.
}}
}}