εγκολπώνομαι
From LSJ
Greek Monolingual
(AM ἐγκολπῶ, -όω)
τοποθετώ στον κόλπο μου, στο στήθος ή στις τσέπες μου
μσν.- νεοελλ.
ενστερνίζομαι, αποδέχομαι ανεπιφύλαχτα («εγκολπώνομαι τις νέες ιδέες», «τὴν θείαν ἀγάπην ἐγκολπωσάμενοι»)
αρχ.
1. (για ακτή) σχηματίζω κόλπους
2. φουσκώνω τα πανιά, όπως ο άνεμος
3. (-οῦμαι) φρ. «χιτῶνα παμποίκιλον ἐνεκεκόλπωτο» — φόρεσε στολισμένο χιτώνα.