Anonymous

κωφώνω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  26 March 2021
m
Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι"
(22)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM κωφῶ, -όω, Μ και [[κωφώνω]]) [[κωφός]]<br />[[προξενώ]] [[κώφωση]] σε κάποιον, [[κουφαίνω]]<br />(μσν. -αρχ.) [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να εξασθενήσει ή να σταματήσει (α. «[[κωφώνω]] τὰ δάκρυα» — [[πνίγω]] τα δάκρυα<br />β. «ὀδύνας κωφοῑ», Ιπποκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>κωφοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[είμαι]] [[νωθρός]] σε [[κάτι]]<br />β) [[σιωπώ]] («ἐκωφώθην καὶ ἐταπεινώθην καὶ ἐσίγησα», ΠΔ)<br />γ) κολοβώνομαι<br />δ) (για [[νερό]]) [[χάνω]] τη [[φρεσκάδα]] μου.
|mltxt=(AM κωφῶ, -όω, Μ και [[κωφώνω]]) [[κωφός]]<br />[[προξενώ]] [[κώφωση]] σε κάποιον, [[κουφαίνω]]<br />(μσν. -αρχ.) [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να εξασθενήσει ή να σταματήσει (α. «[[κωφώνω]] τὰ δάκρυα» — [[πνίγω]] τα δάκρυα<br />β. «ὀδύνας κωφοῑ», Ιπποκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>κωφοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[είμαι]] [[νωθρός]] σε [[κάτι]]<br />β) [[σιωπώ]] («ἐκωφώθην καὶ ἐταπεινώθην καὶ ἐσίγησα», ΠΔ)<br />γ) κολοβώνομαι<br />δ) (για [[νερό]]) [[χάνω]] τη [[φρεσκάδα]] μου.
}}
}}