κωφώνω

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source

Greek Monolingual

(AM κωφῶ, -όω, Μ και κωφώνω) κωφός
προξενώ κώφωση σε κάποιον, κουφαίνω
(μσν. -αρχ.) κάνω κάποιον ή κάτι να εξασθενήσει ή να σταματήσει (α. «κωφώνω τὰ δάκρυα» — πνίγω τα δάκρυα
β. «ὀδύνας κωφοῖ», Ιπποκρ.)
αρχ.
παθ. κωφοῦμαι, -όομαι
α) είμαι νωθρός σε κάτι
β) σιωπώ («ἐκωφώθην καὶ ἐταπεινώθην καὶ ἐσίγησα», ΠΔ)
γ) κολοβώνομαι
δ) (για νερό) χάνω τη φρεσκάδα μου.