κωφώνω

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source

Greek Monolingual

(AM κωφῶ, -όω, Μ και κωφώνω) κωφός
προξενώ κώφωση σε κάποιον, κουφαίνω
(μσν. -αρχ.) κάνω κάποιον ή κάτι να εξασθενήσει ή να σταματήσει (α. «κωφώνω τὰ δάκρυα» — πνίγω τα δάκρυα
β. «ὀδύνας κωφοῖ», Ιπποκρ.)
αρχ.
παθ. κωφοῦμαι, -όομαι
α) είμαι νωθρός σε κάτι
β) σιωπώ («ἐκωφώθην καὶ ἐταπεινώθην καὶ ἐσίγησα», ΠΔ)
γ) κολοβώνομαι
δ) (για νερό) χάνω τη φρεσκάδα μου.