Anonymous

εφηλώνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι"
(15)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και εφηλώ (Α ἐφηλῶ, -όω) [[έφηλος]]<br />[[καρφώνω]], [[προσηλώνω]], [[καθηλώνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>ἐφηλοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) καρφώνομαι [[στερεά]]<br />β) <b>μτφ.</b> εγκαθίσταμαι οριστικά («τῶνδ' ἐφήλωται τορῶς [[γόμφος]] [[διαμπάξ]]», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=και εφηλώ (Α ἐφηλῶ, -όω) [[έφηλος]]<br />[[καρφώνω]], [[προσηλώνω]], [[καθηλώνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>ἐφηλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) καρφώνομαι [[στερεά]]<br />β) <b>μτφ.</b> εγκαθίσταμαι οριστικά («τῶνδ' ἐφήλωται τορῶς [[γόμφος]] [[διαμπάξ]]», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}