Anonymous

ναυπηγώ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι"
(26)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ναυπηγῶ, -έω) [[ναυπηγός]]<br />[[κατασκευάζω]] πλοία («ἐναυπηγοῡντο νεῶν στόλον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(το μέσ.) <i>ναυπηγοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(μτφ) [[επινοώ]], [[μηχανώμαι]].
|mltxt=(Α ναυπηγῶ, -έω) [[ναυπηγός]]<br />[[κατασκευάζω]] πλοία («ἐναυπηγοῡντο νεῶν στόλον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(το μέσ.) <i>ναυπηγοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(μτφ) [[επινοώ]], [[μηχανώμαι]].
}}
}}