Anonymous

προκαλώ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι"
(34)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[προκαλῶ]], -έω, Ν Μ Α [[καλώ]]<br />[[καλώ]] κάποιον σε [[αναμέτρηση]] (α. «[[προκαλώ]] σε [[μάχη]]» β. «ἴθι νῡν προκάλεσσαι Μενέλαον ἐξαῡτις μαχέσασθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ερεθίζω]], [[διεγείρω]] («τον προκαλούσε με τα καμώματά της»)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[αιτία]], [[προξενώ]], [[επιφέρω]] (α. «μού προκαλεί οίκτο και [[συμπάθεια]] η [[δυστυχία]] του» β. «[[κατά]] τη [[διάρκεια]] του ποδοσφαιρικού αγώνα προκλήθηκαν [[σοβαρά]] επεισόδια»)<br /><b>μσν.</b><br />[[καλώ]] εκ τών προτέρων, [[ονομάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλώ]] κάποιον [[μπροστά]]<br /><b>2.</b> [[προσκαλώ]] κάποιον σε φιλική [[συνάντηση]], όπως σε [[ποτό]] ή [[δείπνο]]<br /><b>3.</b> [[προτρέπω]] κάποιον να πράξει [[κάτι]] («προκαλούμεθα ὑμᾱς φίλοι [[εἶναι]] καὶ ἐκ γῆς ἡμῶν ἀναχωρῆσαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προτείνω]], [[προσφέρω]] («τὰς σπονδὰς προκαλοῡνται», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> (αττ. δίκ.) α) [[εγκαλώ]] κάποιον στο δικαστήριο<br />β) προσφέρομαι να [[διευκολύνω]] την [[υπόθεση]] με βασανισμό δούλων ή με διορισμό απαραίτητων διαιτητών ή [[καλώ]] τον αντίδικό μου να διευκολύνει [[εκείνος]] την [[υπόθεση]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>προκαλοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) [[καλώ]] κάποιον σε αγώνα<br />β) [[προσκαλώ]] κάποιον εκ τών προτέρων, [[παρακινώ]], [[προτρέπω]] («Λακεδαιμόνιοι δὲ ὑμᾱς προκαλοῡνται ἐς σπονδὰς καὶ διάλυσιν πολέμου», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) απευθύνομαι σε κάποιον για [[κάτι]], επικαλούμαι<br /><b>8.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ἱππέας εἰς [[πεδίον]] προκαλῇ, Σωκράτη εις λόγους προκαλούμενος» — λεγόταν για άνθρωπο που προκαλεί κάποιον [[άλλο]] σε ό,τι ακριβώς [[εκείνος]] υπερέχει (<b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[προκαλῶ]], -έω, Ν Μ Α [[καλώ]]<br />[[καλώ]] κάποιον σε [[αναμέτρηση]] (α. «[[προκαλώ]] σε [[μάχη]]» β. «ἴθι νῡν προκάλεσσαι Μενέλαον ἐξαῡτις μαχέσασθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ερεθίζω]], [[διεγείρω]] («τον προκαλούσε με τα καμώματά της»)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[αιτία]], [[προξενώ]], [[επιφέρω]] (α. «μού προκαλεί οίκτο και [[συμπάθεια]] η [[δυστυχία]] του» β. «[[κατά]] τη [[διάρκεια]] του ποδοσφαιρικού αγώνα προκλήθηκαν [[σοβαρά]] επεισόδια»)<br /><b>μσν.</b><br />[[καλώ]] εκ τών προτέρων, [[ονομάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλώ]] κάποιον [[μπροστά]]<br /><b>2.</b> [[προσκαλώ]] κάποιον σε φιλική [[συνάντηση]], όπως σε [[ποτό]] ή [[δείπνο]]<br /><b>3.</b> [[προτρέπω]] κάποιον να πράξει [[κάτι]] («προκαλούμεθα ὑμᾱς φίλοι [[εἶναι]] καὶ ἐκ γῆς ἡμῶν ἀναχωρῆσαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προτείνω]], [[προσφέρω]] («τὰς σπονδὰς προκαλοῡνται», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> (αττ. δίκ.) α) [[εγκαλώ]] κάποιον στο δικαστήριο<br />β) προσφέρομαι να [[διευκολύνω]] την [[υπόθεση]] με βασανισμό δούλων ή με διορισμό απαραίτητων διαιτητών ή [[καλώ]] τον αντίδικό μου να διευκολύνει [[εκείνος]] την [[υπόθεση]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>προκαλοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) [[καλώ]] κάποιον σε αγώνα<br />β) [[προσκαλώ]] κάποιον εκ τών προτέρων, [[παρακινώ]], [[προτρέπω]] («Λακεδαιμόνιοι δὲ ὑμᾱς προκαλοῡνται ἐς σπονδὰς καὶ διάλυσιν πολέμου», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) απευθύνομαι σε κάποιον για [[κάτι]], επικαλούμαι<br /><b>8.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ἱππέας εἰς [[πεδίον]] προκαλῇ, Σωκράτη εις λόγους προκαλούμενος» — λεγόταν για άνθρωπο που προκαλεί κάποιον [[άλλο]] σε ό,τι ακριβώς [[εκείνος]] υπερέχει (<b>Πλάτ.</b>).
}}
}}