Anonymous

συμμορφώνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι"
(39)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συμμορφῶ, -όω, ΝΑ [[σύμμορφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] [[σύμφωνο]] ή ταιριαστό με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[πρέπει]] να συμμορφώσεις τις ενεργειές σου με τις ιδέες σου»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] κάποιον υπάκουο, φρόνιμο, πειθαρχικό («μόνο με το [[ξύλο]] δεν πρόκειται να συμμορφώσεις το [[παιδί]] σου»)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμμορφώνομαι</i><br />α) [[ρυθμίζω]] τη [[διαγωγή]] ή τη [[συμπεριφορά]] μου σύμφωνα με [[κάτι]], προσαρμόζομαι («ξέρει να συμμορφώνεται στις διαταγές που [[κάθε]] [[φορά]] του δίνονται»)<br />β) τακτοποιούμαι, συγυρίζομαι («[[μετά]] το [[βάψιμο]] συμμορφώθηκε [[κάπως]] το [[σπίτι]]»)<br />γ) [[γίνομαι]] πιο [[ωραίος]], πιο [[κομψός]] («αδυνάτισε και συμμορφώθηκε»)<br />δ) [[γίνομαι]] [[φρόνιμος]], [[υπάκουος]], συνετίζομαι («ὅ, τι και να του πω, δεν συμμορφώνεται»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] όμοιο ως [[προς]] τη [[μορφή]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] το μέσ.) <i>συμμορφοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[παίρνω]] την [[ίδια]] με άλλον [[μορφή]], [[γίνομαι]] [[σύμμορφος]].
|mltxt=συμμορφῶ, -όω, ΝΑ [[σύμμορφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] [[σύμφωνο]] ή ταιριαστό με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[πρέπει]] να συμμορφώσεις τις ενεργειές σου με τις ιδέες σου»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] κάποιον υπάκουο, φρόνιμο, πειθαρχικό («μόνο με το [[ξύλο]] δεν πρόκειται να συμμορφώσεις το [[παιδί]] σου»)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμμορφώνομαι</i><br />α) [[ρυθμίζω]] τη [[διαγωγή]] ή τη [[συμπεριφορά]] μου σύμφωνα με [[κάτι]], προσαρμόζομαι («ξέρει να συμμορφώνεται στις διαταγές που [[κάθε]] [[φορά]] του δίνονται»)<br />β) τακτοποιούμαι, συγυρίζομαι («[[μετά]] το [[βάψιμο]] συμμορφώθηκε [[κάπως]] το [[σπίτι]]»)<br />γ) [[γίνομαι]] πιο [[ωραίος]], πιο [[κομψός]] («αδυνάτισε και συμμορφώθηκε»)<br />δ) [[γίνομαι]] [[φρόνιμος]], [[υπάκουος]], συνετίζομαι («ὅ, τι και να του πω, δεν συμμορφώνεται»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] όμοιο ως [[προς]] τη [[μορφή]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] το μέσ.) <i>συμμορφοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[παίρνω]] την [[ίδια]] με άλλον [[μορφή]], [[γίνομαι]] [[σύμμορφος]].
}}
}}