συμμορφώνω

From LSJ

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source

Greek Monolingual

συμμορφῶ, -όω, ΝΑ σύμμορφος
νεοελλ.
1. καθιστώ κάτι σύμφωνο ή ταιριαστό με κάτι άλλοπρέπει να συμμορφώσεις τις ενεργειές σου με τις ιδέες σου»)
2. μτφ. κάνω κάποιον υπάκουο, φρόνιμο, πειθαρχικό («μόνο με το ξύλο δεν πρόκειται να συμμορφώσεις το παιδί σου»)
3. μέσ. συμμορφώνομαι
α) ρυθμίζω τη διαγωγή ή τη συμπεριφορά μου σύμφωνα με κάτι, προσαρμόζομαι («ξέρει να συμμορφώνεται στις διαταγές που κάθε φορά του δίνονται»)
β) τακτοποιούμαι, συγυρίζομαι («μετά το βάψιμο συμμορφώθηκε κάπως το σπίτι»)
γ) γίνομαι πιο ωραίος, πιο κομψός («αδυνάτισε και συμμορφώθηκε»)
δ) γίνομαι φρόνιμος, υπάκουος, συνετίζομαι («ὅ, τι και να του πω, δεν συμμορφώνεται»)
αρχ.
1. καθιστώ κάτι όμοιο ως προς τη μορφή με κάτι άλλο
2. (κυρίως το μέσ.) συμμορφοῦμαι, -όομαι
παίρνω την ίδια με άλλον μορφή, γίνομαι σύμμορφος.