Anonymous

ἐμποδών: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐμποδών]])<br />(επίρρ. κατ' αναλογ. [[προς]] το [[ἐκποδών]])<br /><b>1.</b> [[μέσα]] στα πόδια, [[μπρος]] στα πόδια («κτείνειν [[πάντα]] τὸν ἐμποδὼν γινόμενον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> ως [[εμπόδιο]], με τρόπο που να δημιουργεί ή να παρουσιάζει εμπόδια («οὐδεὶς [[ἐμποδών]] κεῑται [[νόμος]]», Ευριπ.)<br /><b>3.</b> με τρόπο οφθαλμοφανή, εμφανή, φανερό («Χαρίτων Ιερόν ἐμποδὼν ποιοῡνται», Αριστ.)<br /><b>4.</b> (για χρόνο) [[αμέσως]] («[[παραβάτης]] δὲ γενόμενος τῶν θεῶν ἐμποδὼν τελευτᾷ», Πολέμ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ποιοῡμαι [[ἐμποδών]]» — [[θεωρώ]] ως [[εμπόδιο]]<br />β) «ἐμποδὼν [[εἰμὶ]] τινί τινος» — [[εμποδίζω]] κάποιον από [[κάτι]]<br />γ) «ή ἐμποδὼν [[παιδεία]]» — η συνηθισμένη, η καθημερινή, η πρόχειρη, η επιπόλαια [[παιδεία]]<br /><b>6.</b> «οἱ μὴ [[ἐμποδών]]» — οι απόντες<br /><b>7.</b> (ενάρθρ. ως ουσ.) το [[ἐμποδών]]<br />το [[εμπόδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[εμποδών]] ερμηνεύτηκε [[είτε]] ως αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το αντίθετο του [[εκποδών]] [[είτε]] από τη [[φράση]] <i>εν ποδών</i> αρχαία [[χρήση]] της τοπικής γενικής].
|mltxt=(Α [[ἐμποδών]])<br />(επίρρ. κατ' αναλογ. [[προς]] το [[ἐκποδών]])<br /><b>1.</b> [[μέσα]] στα πόδια, [[μπρος]] στα πόδια («κτείνειν [[πάντα]] τὸν ἐμποδὼν γινόμενον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> ως [[εμπόδιο]], με τρόπο που να δημιουργεί ή να παρουσιάζει εμπόδια («οὐδεὶς [[ἐμποδών]] κεῑται [[νόμος]]», Ευριπ.)<br /><b>3.</b> με τρόπο οφθαλμοφανή, εμφανή, φανερό («Χαρίτων Ιερόν ἐμποδὼν ποιοῡνται», Αριστ.)<br /><b>4.</b> (για χρόνο) [[αμέσως]] («[[παραβάτης]] δὲ γενόμενος τῶν θεῶν ἐμποδὼν τελευτᾷ», Πολέμ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ποιοῦμαι [[ἐμποδών]]» — [[θεωρώ]] ως [[εμπόδιο]]<br />β) «ἐμποδὼν [[εἰμὶ]] τινί τινος» — [[εμποδίζω]] κάποιον από [[κάτι]]<br />γ) «ή ἐμποδὼν [[παιδεία]]» — η συνηθισμένη, η καθημερινή, η πρόχειρη, η επιπόλαια [[παιδεία]]<br /><b>6.</b> «οἱ μὴ [[ἐμποδών]]» — οι απόντες<br /><b>7.</b> (ενάρθρ. ως ουσ.) το [[ἐμποδών]]<br />το [[εμπόδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[εμποδών]] ερμηνεύτηκε [[είτε]] ως αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το αντίθετο του [[εκποδών]] [[είτε]] από τη [[φράση]] <i>εν ποδών</i> αρχαία [[χρήση]] της τοπικής γενικής].
}}
}}
{{lsm
{{lsm