Anonymous

τιμωρία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, ιων. τ. τιμωρίη Α [[τιμωρός]]<br /><b>1.</b> [[ανταπόδοση]] κακού, [[εκδίκηση]]<br /><b>2.</b> [[ποινή]] που επιβάλλεται από την [[πολιτεία]] για [[πράξη]] που θίγει τους νόμους<br /><b>3.</b> η [[θεία]] [[δίκη]] που πλήττει αυτόν ο [[οποίος]] παρέβη τους γραπτούς και, [[κυρίως]] τους άγραφους κανόνες του δικαίου ή της ηθικής<br /><b>4.</b> [[ταλαιπωρία]], [[βάσανο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάκωση]] ή [[καταναγκασμός]] που επιβάλλεται για αξιόπεμπτη [[πράξη]] («του έβαλε [[τιμωρία]] ο [[δάσκαλος]] να γράψει [[πέντε]] φορές το [[μάθημα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοήθεια]], [[συνδρομή]]<br /><b>2.</b> ιατρική [[περίθαλψη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ποιοῡμαι [ή [[λαμβάνω]]] τιμωρίαν» και «τιμωρίας [[τυγχάνω]]» — εκδικούμαι (<b>Θουκ.</b>, <b>Ξεν.</b>)<br />β) «τιμωρίαν δίδωμί τινι» — [[παρέχω]] σε κάποιον το [[δικαίωμα]] της εκδίκησης (<b>Δημοσθ.</b>).
|mltxt=η, ΝΜΑ, ιων. τ. τιμωρίη Α [[τιμωρός]]<br /><b>1.</b> [[ανταπόδοση]] κακού, [[εκδίκηση]]<br /><b>2.</b> [[ποινή]] που επιβάλλεται από την [[πολιτεία]] για [[πράξη]] που θίγει τους νόμους<br /><b>3.</b> η [[θεία]] [[δίκη]] που πλήττει αυτόν ο [[οποίος]] παρέβη τους γραπτούς και, [[κυρίως]] τους άγραφους κανόνες του δικαίου ή της ηθικής<br /><b>4.</b> [[ταλαιπωρία]], [[βάσανο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάκωση]] ή [[καταναγκασμός]] που επιβάλλεται για αξιόπεμπτη [[πράξη]] («του έβαλε [[τιμωρία]] ο [[δάσκαλος]] να γράψει [[πέντε]] φορές το [[μάθημα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοήθεια]], [[συνδρομή]]<br /><b>2.</b> ιατρική [[περίθαλψη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ποιοῦμαι [ή [[λαμβάνω]]] τιμωρίαν» και «τιμωρίας [[τυγχάνω]]» — εκδικούμαι (<b>Θουκ.</b>, <b>Ξεν.</b>)<br />β) «τιμωρίαν δίδωμί τινι» — [[παρέχω]] σε κάποιον το [[δικαίωμα]] της εκδίκησης (<b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm