3,274,916
edits
(30) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έω και -άω / παρακαλῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[ζητώ]] ικετευτικά και επίμονα από κάποιον να κάνει [[κάτι]] για [[χάρη]] μου, [[χωρίς]] να [[είναι]] υποχρεωμένος, [[διατυπώνω]] [[παράκληση]] («μη, [[παρακαλώ]] σας, μη λησμονάτε τη [[χώρα]] μου», Οδ. Ελύτης)<br /><b>2.</b> [[απευθύνω]] [[δέηση]], [[ικεσία]] στον Θεό ζητώντας [[βοήθεια]] ή [[συγγνώμη]], επικαλούμαι τον Θεό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ([[συχνά]] χρησιμοποιείται απολύτως ως ευγενική [[συγκατάθεση]] ή [[συναίνεση]] σε [[κάτι]] που έχει ζητηθεί) ορίστε («[[μπορώ]] να καθίσω [[κοντά]] σας;» - «[[παρακαλώ]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παρακαλώ]]» ή «σέ [ή σάς] [[παρακαλώ]]» <br />α) τυπικές φράσεις με τις οποίες διατυπώνει [[κανείς]] [[αίτημα]] σε κάποιον ή επιτρέπει σε κάποιον να κάνει [[κάτι]] ή δίνει [[εντολή]] σε κάποιον ευγενικά<br />β) τυπική [[απάντηση]] σε [[ευχαριστία]] που μάς έχει απευθύνει [[κάποιος]] [[προηγουμένως]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σέ [[παρακαλώ]] εγώ και η [[σκούφια]] μου» — [[παράκληση]] που απευθύνεται με φιλική ή ειρωνική [[διάθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλώ]] κάποιον να μετάσχει σε [[κάτι]], [[προσκαλώ]] («εἰς θήραν αὐτὸν παρακαλέσας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[καλώ]] κάποιον σε [[βοήθεια]], [[ζητώ]] τη [[βοήθεια]] ή τη [[συνδρομή]] κάποιου<br /><b>3.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[καλώ]] κάποιον να μέ υποστηρίξει σε [[δίκη]], [[κλητεύω]] κάποιον ως μάρτυρα<br /><b>4.</b> [[παρακινώ]], [[παροτρύνω]], [[ενθαρρύνω]], [[προτρέπω]] («τάδ' ἠγόρευον παρακαλοῡντες εἰς μάχην», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διεγείρω]] («παρακέκληται ή [[διάνοια]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για τη [[φωτιά]] ή για εύφλεκτα αντικείμενα) [[υποδαυλίζω]], [[προκαλώ]] [[έξαψη]], [[αναφλέγω]] («πίτταν καὶ στυππεῑον ἅ ταχὺ πολλὴν παρακαλεῑ [[φλόγα]]» <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> [[παρηγορώ]], [[ανακουφίζω]] ψυχικά («μακάριοι οἱ πενθοῡντες ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται», ΚΔ)<br /><b>8.</b> [[συμβουλεύω]], [[παραινώ]]<br /><b>9.</b> [[απαιτώ]], [[αξιώνω]], [[ζητώ]] επιτακτικά<br /><b>10.</b> <b>παθ.</b> <i> | |mltxt=-έω και -άω / παρακαλῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[ζητώ]] ικετευτικά και επίμονα από κάποιον να κάνει [[κάτι]] για [[χάρη]] μου, [[χωρίς]] να [[είναι]] υποχρεωμένος, [[διατυπώνω]] [[παράκληση]] («μη, [[παρακαλώ]] σας, μη λησμονάτε τη [[χώρα]] μου», Οδ. Ελύτης)<br /><b>2.</b> [[απευθύνω]] [[δέηση]], [[ικεσία]] στον Θεό ζητώντας [[βοήθεια]] ή [[συγγνώμη]], επικαλούμαι τον Θεό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ([[συχνά]] χρησιμοποιείται απολύτως ως ευγενική [[συγκατάθεση]] ή [[συναίνεση]] σε [[κάτι]] που έχει ζητηθεί) ορίστε («[[μπορώ]] να καθίσω [[κοντά]] σας;» - «[[παρακαλώ]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παρακαλώ]]» ή «σέ [ή σάς] [[παρακαλώ]]» <br />α) τυπικές φράσεις με τις οποίες διατυπώνει [[κανείς]] [[αίτημα]] σε κάποιον ή επιτρέπει σε κάποιον να κάνει [[κάτι]] ή δίνει [[εντολή]] σε κάποιον ευγενικά<br />β) τυπική [[απάντηση]] σε [[ευχαριστία]] που μάς έχει απευθύνει [[κάποιος]] [[προηγουμένως]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σέ [[παρακαλώ]] εγώ και η [[σκούφια]] μου» — [[παράκληση]] που απευθύνεται με φιλική ή ειρωνική [[διάθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλώ]] κάποιον να μετάσχει σε [[κάτι]], [[προσκαλώ]] («εἰς θήραν αὐτὸν παρακαλέσας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[καλώ]] κάποιον σε [[βοήθεια]], [[ζητώ]] τη [[βοήθεια]] ή τη [[συνδρομή]] κάποιου<br /><b>3.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[καλώ]] κάποιον να μέ υποστηρίξει σε [[δίκη]], [[κλητεύω]] κάποιον ως μάρτυρα<br /><b>4.</b> [[παρακινώ]], [[παροτρύνω]], [[ενθαρρύνω]], [[προτρέπω]] («τάδ' ἠγόρευον παρακαλοῡντες εἰς μάχην», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διεγείρω]] («παρακέκληται ή [[διάνοια]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για τη [[φωτιά]] ή για εύφλεκτα αντικείμενα) [[υποδαυλίζω]], [[προκαλώ]] [[έξαψη]], [[αναφλέγω]] («πίτταν καὶ στυππεῑον ἅ ταχὺ πολλὴν παρακαλεῑ [[φλόγα]]» <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> [[παρηγορώ]], [[ανακουφίζω]] ψυχικά («μακάριοι οἱ πενθοῡντες ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται», ΚΔ)<br /><b>8.</b> [[συμβουλεύω]], [[παραινώ]]<br /><b>9.</b> [[απαιτώ]], [[αξιώνω]], [[ζητώ]] επιτακτικά<br /><b>10.</b> <b>παθ.</b> <i>παρακαλοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) κάμπτομαι, [[συγκατανεύω]] σε [[κάτι]] για [[χάρη]] κάποιου («παρεκλήθη Κύριος ἐπὶ τῇ κακίᾳ καὶ εἶπε... ἄνες τὴν χεῑρά σου», ΠΔ)<br />β) [[δηλώνω]] [[υποταγή]], [[υφίσταμαι]] [[ταπείνωση]] ενώπιον κάποιου<br />γ) [[μετανιώνω]]<br /><b>11.</b> (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. ενεστ.) <i>τὰ παρακαλούμενα</i><br />οι αιτήσεις, οι απαιτήσεις, οι αξιώσεις<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «παρακαλῶ εἴς τι» — [[παρασύρω]] κάποιον σε [[κάτι]] («κἀμὲ παρακαλῶν εἰς δάκρυα», <b>Ευρ.</b>)<br />β) «παρακαλῶ ἐπὶ τι» — [[εξεγείρω]], [[προτρέπω]], [[παρακινώ]] σε [[κάτι]]. | ||
}} | }} |