Anonymous

παρακρούω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡσθαι" to "οῦσθαι"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "οῡσθαι" to "οῦσθαι")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[πάσχω]] από [[παράκρουση]], [[υποφέρω]] από παροδική [[διαταραχή]] του νου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>παρακρούομαι</i><br /><b>ναυτ.</b> (για τα [[ιστία]] πλοίου) [[χτυπώ]] εδώ κι [[εκεί]], [[παραδέρνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαψεύδω]] τις ελπίδες κάποιου ξεγελώντας τον, [[παραπλανώ]], [[εξαπατώ]]<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] και [[διώχνω]] [[κάτι]] [[μακριά]] μου, [[απωθώ]]<br /><b>3.</b> [[αποφεύγω]]<br /><b>4.</b> (για [[παλαιστή]]) [[ανατρέπω]] τον αντίπαλο με υποσκελισμό, με [[τρικλοποδιά]]<br /><b>5.</b> (για έμπορο) [[εξαπατώ]] στην [[πώληση]] σιταριού αφαιρώντας [[ποσότητα]] από την [[κορυφή]] του μέτρου<br /><b>6.</b> (σχετικά με [[άλογο]]) [[χτυπώ]] στα [[πλάγια]]<br /><b>7.</b> (μέσ. και παθ.) <i>παρακρούομαι</i><br />α) [[εξαπατώ]] με παραλογισμούς<br />β) υψώνομαι («ὁ ἱστὸς ὤρθωται καὶ ἡ [[ὀθόνη]] παρακέκρουσται», Λουκ.)<br />γ) <b>μτφ.</b> θραύομαι, [[σπάω]] («φυλάττου μὴ πεσὼν σαὐτὸν παρακρούση», Φρύν.)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «παρακεκροῡσθαι τῶν φρενῶν ἤ τοῦ νοῡ» — [[παραφρονώ]], τρελαίνομαι.
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[πάσχω]] από [[παράκρουση]], [[υποφέρω]] από παροδική [[διαταραχή]] του νου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>παρακρούομαι</i><br /><b>ναυτ.</b> (για τα [[ιστία]] πλοίου) [[χτυπώ]] εδώ κι [[εκεί]], [[παραδέρνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαψεύδω]] τις ελπίδες κάποιου ξεγελώντας τον, [[παραπλανώ]], [[εξαπατώ]]<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] και [[διώχνω]] [[κάτι]] [[μακριά]] μου, [[απωθώ]]<br /><b>3.</b> [[αποφεύγω]]<br /><b>4.</b> (για [[παλαιστή]]) [[ανατρέπω]] τον αντίπαλο με υποσκελισμό, με [[τρικλοποδιά]]<br /><b>5.</b> (για έμπορο) [[εξαπατώ]] στην [[πώληση]] σιταριού αφαιρώντας [[ποσότητα]] από την [[κορυφή]] του μέτρου<br /><b>6.</b> (σχετικά με [[άλογο]]) [[χτυπώ]] στα [[πλάγια]]<br /><b>7.</b> (μέσ. και παθ.) <i>παρακρούομαι</i><br />α) [[εξαπατώ]] με παραλογισμούς<br />β) υψώνομαι («ὁ ἱστὸς ὤρθωται καὶ ἡ [[ὀθόνη]] παρακέκρουσται», Λουκ.)<br />γ) <b>μτφ.</b> θραύομαι, [[σπάω]] («φυλάττου μὴ πεσὼν σαὐτὸν παρακρούση», Φρύν.)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «παρακεκροῦσθαι τῶν φρενῶν ἤ τοῦ νοῡ» — [[παραφρονώ]], τρελαίνομαι.
}}
}}
{{lsm
{{lsm