Anonymous

ὀχυρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡνται" to "οῦνται"
m (Text replacement - "(ἔχω)" to "(ἔχω)")
m (Text replacement - "οῡνται" to "οῦνται")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />(Α [[ὀχυρός]], -ά, -ό)<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[ασφαλής]], [[ισχυρός]] («ὀχυροῑσι παρθενῶσι φρουροῡνται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε ισχυρή αμυντική [[θέση]], που κυριεύεται δύσκολα από τον εχθρό, [[δυσπροσπέλαστος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οχυρό</i><br />[[θέση]] εδάφους [[συνήθως]] ύψωμα, η οποία, με έργα εκσκαφής και οικοδομικής, οργανώνεται και ενισχύεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ισχυρό αμυντικό [[σημείο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οχυρώς</i> (Α ὀχυρῶς)<br />με οχυρό τρόπο, ασφαλώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[ἐχυρός]], με [[φωνήεν]] <i>ο</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[εχυρός]])].
|mltxt=-ή, -ό<br />(Α [[ὀχυρός]], -ά, -ό)<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[ασφαλής]], [[ισχυρός]] («ὀχυροῑσι παρθενῶσι φρουροῦνται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε ισχυρή αμυντική [[θέση]], που κυριεύεται δύσκολα από τον εχθρό, [[δυσπροσπέλαστος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οχυρό</i><br />[[θέση]] εδάφους [[συνήθως]] ύψωμα, η οποία, με έργα εκσκαφής και οικοδομικής, οργανώνεται και ενισχύεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ισχυρό αμυντικό [[σημείο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οχυρώς</i> (Α ὀχυρῶς)<br />με οχυρό τρόπο, ασφαλώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[ἐχυρός]], με [[φωνήεν]] <i>ο</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[εχυρός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm