Anonymous

αμύνομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ἀμύνομαι και [[ἀμύνω]])<br /><b>1.</b> βρίσκομαι σε [[άμυνα]]<br /><b>2.</b> [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου, [[αποκρούω]] κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον<br /><b>3.</b> υπερασπίζομαι κάποιον ή [[κάτι]], [[προασπίζω]], [[προστατεύω]] την [[ακεραιότητα]] του, [[δίνω]] [[μάχη]], [[αγωνίζομαι]] γι’ αυτόν (για τις συντάξεις του αρχαίου [[αμύνομαι]] πρβλ. το ενεργητικό [[ἀμύνω]])<br /><b>αρχ.</b><br />Ι (ενεργητική)<br /><b>1.</b> [[αποκρούω]], [[υπερασπίζω]], [[προασπίζω]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]]<br />το ρ. απαντά με διάφορες συντάξεις: α) (δίπτωτο) με [[αιτιατική]] προσώπου ή πράγματος το οποίο [[πρέπει]] [[κανείς]] να αποκρούσει και β) με [[δοτική]] προσώπου (που [[συχνά]] μπορεί και να παραλείπεται) από το οποίο αποκρούεται ο [[κίνδυνος]]<br />γ) μόνο με [[δοτική]] προσώπου<br />δ) με γενική εκείνου από το(ν) οποίο απομακρύνεται ο [[κίνδυνος]]<br />ε) με τις προθέσεις <i>από</i>, [[περί]], [[υπέρ]]-<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀμύνατε», [[βοήθεια]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. της μετοχής ως ουσιαστικό) <i>τὰ ἀμυνοῡντα</i> [[μέσα]] άμυνας<br />ΙΙ <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> (με [[αιτιατική]] προσώπου και [[συχνά]] [[δοτική]] οργανική) εκδικούμαι, [[αντεκδικούμαι]], [[ανταποδίδω]] τα ίσα (σπάνια με αυτή τη [[σημασία]] και το ενεργητικό)<br /><b>2.</b> (με [[αιτιατική]] προσώπου και γενική πράγματος ή εμπρόθετο) [[τιμωρώ]] κάποιον για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (σπανιότερα με παθητική [[σημασία]]) α) αποκρούομαι, β) τιμωρούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ν</i> (έρρινη ριζική [[επαύξηση]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ye</i> / -<i>yo</i>- ([[επίθημα]]) με [[αφομοίωση]] και εν συνεχεία με [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>νy</i>- και [[αντέκταση]] του <i>υ</i> σε <i>ῡ</i> (<i>ἀμῡνω</i> πρβλ. <i>πλῡνω</i>). Αν το <i>ἀμῡ</i>-<i>ν</i>-<i>ω</i> συνδέεται ετυμολογικά, όπως θα μπορούσε λόγω της ρίζας του (<i>ἀμυ</i>-), με το ρ. <i>ἀμεύ</i>-<i>ω</i> «[[μετακινώ]], [[μετατοπίζω]], [[απωθώ]]», [[τότε]] αρχικά το [[ἀμύνω]] θα σήμαινε «[[απωθώ]], [[απομακρύνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμυνάθω]] [[ἀμυντήρ]], <i>ἄμυντρον</i>, [[ἀμύντωρ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀμύντης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμυντικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀπαμύνω]], [[ἐπαμύνω]], [[καταμύνω]], [[περιαμύνω]], [[προσαμύνω]], [[συναμύνω]], [[συνεπαμύνω]], [[κατεπαμύνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανταμύνομαι]], <i>αυτοαμύνομαι</i>, [[υπεραμύνομαι]]].
|mltxt=(Α ἀμύνομαι και [[ἀμύνω]])<br /><b>1.</b> βρίσκομαι σε [[άμυνα]]<br /><b>2.</b> [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου, [[αποκρούω]] κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον<br /><b>3.</b> υπερασπίζομαι κάποιον ή [[κάτι]], [[προασπίζω]], [[προστατεύω]] την [[ακεραιότητα]] του, [[δίνω]] [[μάχη]], [[αγωνίζομαι]] γι’ αυτόν (για τις συντάξεις του αρχαίου [[αμύνομαι]] πρβλ. το ενεργητικό [[ἀμύνω]])<br /><b>αρχ.</b><br />Ι (ενεργητική)<br /><b>1.</b> [[αποκρούω]], [[υπερασπίζω]], [[προασπίζω]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]]<br />το ρ. απαντά με διάφορες συντάξεις: α) (δίπτωτο) με [[αιτιατική]] προσώπου ή πράγματος το οποίο [[πρέπει]] [[κανείς]] να αποκρούσει και β) με [[δοτική]] προσώπου (που [[συχνά]] μπορεί και να παραλείπεται) από το οποίο αποκρούεται ο [[κίνδυνος]]<br />γ) μόνο με [[δοτική]] προσώπου<br />δ) με γενική εκείνου από το(ν) οποίο απομακρύνεται ο [[κίνδυνος]]<br />ε) με τις προθέσεις <i>από</i>, [[περί]], [[υπέρ]]-<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀμύνατε», [[βοήθεια]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. της μετοχής ως ουσιαστικό) <i>τὰ ἀμυνοῦντα</i> [[μέσα]] άμυνας<br />ΙΙ <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> (με [[αιτιατική]] προσώπου και [[συχνά]] [[δοτική]] οργανική) εκδικούμαι, [[αντεκδικούμαι]], [[ανταποδίδω]] τα ίσα (σπάνια με αυτή τη [[σημασία]] και το ενεργητικό)<br /><b>2.</b> (με [[αιτιατική]] προσώπου και γενική πράγματος ή εμπρόθετο) [[τιμωρώ]] κάποιον για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (σπανιότερα με παθητική [[σημασία]]) α) αποκρούομαι, β) τιμωρούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ν</i> (έρρινη ριζική [[επαύξηση]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ye</i> / -<i>yo</i>- ([[επίθημα]]) με [[αφομοίωση]] και εν συνεχεία με [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>νy</i>- και [[αντέκταση]] του <i>υ</i> σε <i>ῡ</i> (<i>ἀμῡνω</i> πρβλ. <i>πλῡνω</i>). Αν το <i>ἀμῡ</i>-<i>ν</i>-<i>ω</i> συνδέεται ετυμολογικά, όπως θα μπορούσε λόγω της ρίζας του (<i>ἀμυ</i>-), με το ρ. <i>ἀμεύ</i>-<i>ω</i> «[[μετακινώ]], [[μετατοπίζω]], [[απωθώ]]», [[τότε]] αρχικά το [[ἀμύνω]] θα σήμαινε «[[απωθώ]], [[απομακρύνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμυνάθω]] [[ἀμυντήρ]], <i>ἄμυντρον</i>, [[ἀμύντωρ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀμύντης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμυντικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀπαμύνω]], [[ἐπαμύνω]], [[καταμύνω]], [[περιαμύνω]], [[προσαμύνω]], [[συναμύνω]], [[συνεπαμύνω]], [[κατεπαμύνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανταμύνομαι]], <i>αυτοαμύνομαι</i>, [[υπεραμύνομαι]]].
}}
}}