3,270,824
edits
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
(CSV import) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyliptos | |Transliteration C=eyliptos | ||
|Beta Code=eu)/lhptos | |Beta Code=eu)/lhptos | ||
|Definition= | |Definition=εὔληπτον,<br><span class="bld">A</span> [[easily taken hold of]], οὐδ' εὔληπτον εἶναι τὸ ὕδωρ J.''AJ'' 1.16.2, cf.Gal. ''UP''11.5 (Sup.). Adv., <b class="b3">τὸ ἔκπωμα εὐληπτότατα ἐνδιδόναι</b> to [[give]] it so that one can most [[easily]] [[take hold]] of it, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.3.8: metaph., εὔ. τὰ τῆς διατριβῆς Iamb.''VP''7.33.<br><span class="bld">2</span> [[easy to be taken]] or [[easy to be reduced]], νησιῶται Th.6.85; ἧττον εὔ. πόλις D.H.3.43; <b class="b3">εὔ. ὀργῇ, κόλαξι</b>, Ph.2.590, Plu. 2.66b; [[easy to gain]], [[easy to obtain]], Luc.''Merc.Cond.''10; [[easy to apprehend]], τοῖς ἀκούουσι Iamb.''Protr.''4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1078.png Seite 1078]] leicht zu fassen, zu nehmen, zu erobern; νησιῶται Thuc. 6, 85; Sp., z. B. Luc. merc. cond. 10; [[πόλις]] εὐληπτοτέρα D. Hal. 3, 43; ἐνδιδόναι τι εὐληπτότατον, Etwas so hingeben, daß man es sehr leicht nehmen kann, Xen. Cyr. 1, 3, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1078.png Seite 1078]] leicht zu fassen, zu nehmen, zu erobern; νησιῶται Thuc. 6, 85; Sp., z. B. Luc. merc. cond. 10; [[πόλις]] εὐληπτοτέρα D. Hal. 3, 43; ἐνδιδόναι τι εὐληπτότατον, Etwas so hingeben, daß man es sehr leicht nehmen kann, Xen. Cyr. 1, 3, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[facile à prendre]], [[à enlever]] <i>ou</i> à piller;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> facile à obtenir.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λαμβάνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔληπτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[без труда захватываемый]], [[которым легко овладеть]] (νησιῶται Thuc.);<br /><b class="num">2</b> [[легко достижимый]] Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔληπτος''': -ον, εὐκόλως λαμβανόμενος, μόνον ἐπιρρηματικῶς, καὶ προσφέρουσιν ὡς ἂν ἐνδοῖεν τὸ [[ἔκπτωμα]] εὐληπτότατα τῷ μέλλοντι πίνειν, καὶ προσφέρουσι ὡς ἂν ἐνδοῖεν τὸ [[ποτήριον]] [[οὕτως]] [[ὥστε]] ὁ μέλλων νὰ πίῃ νὰ δύνηται νὰ λαμβάνῃ αὐτὸ εὐκόλως, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8. 2) εὐκόλως κυριευόμενος, [[εὐάλωτος]], νησιῶται Θουκ. 6. 85· [[πόλις]] Διον. Ἁλ. 3. 43 (ἐν τῷ συγκρ.)· εὔλ. κόλαξι Πλούτ. 2.66Β: - ὃν εὐκόλως καταλαμβάνει τις ἢ κερδαίνει, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 10· εὐκόλως κατανοούμενος, εὐνόητος, Ἰαμβλ. Πρ. σ. 42. | |lstext='''εὔληπτος''': -ον, εὐκόλως λαμβανόμενος, μόνον ἐπιρρηματικῶς, καὶ προσφέρουσιν ὡς ἂν ἐνδοῖεν τὸ [[ἔκπτωμα]] εὐληπτότατα τῷ μέλλοντι πίνειν, καὶ προσφέρουσι ὡς ἂν ἐνδοῖεν τὸ [[ποτήριον]] [[οὕτως]] [[ὥστε]] ὁ μέλλων νὰ πίῃ νὰ δύνηται νὰ λαμβάνῃ αὐτὸ εὐκόλως, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8. 2) εὐκόλως κυριευόμενος, [[εὐάλωτος]], νησιῶται Θουκ. 6. 85· [[πόλις]] Διον. Ἁλ. 3. 43 (ἐν τῷ συγκρ.)· εὔλ. κόλαξι Πλούτ. 2.66Β: - ὃν εὐκόλως καταλαμβάνει τις ἢ κερδαίνει, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 10· εὐκόλως κατανοούμενος, εὐνόητος, Ἰαμβλ. Πρ. σ. 42. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔληπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατανοείται εύκολα, ο [[ευνόητος]]<br /><b>2.</b> (για ποτά, φάρμακα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο [[εύποτος]], ο [[καλόπιστος]] (α. «οὐδ' εὔληπτον εῖναι τὸ [[ὕδωρ]]», <b>Ιώσ.</b><br />β. «εύληπτα φάρμακα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συλλαμβάνεται εύκολα («εύληπτο [[πτηνό]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κυριεύεται εύκολα, ο [[ευάλωτος]] («εὔληπτοι νησιῶται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο καταλαμβάνει ή κερδίζει [[κάποιος]] εύκολα («εὔληπτα | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔληπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατανοείται εύκολα, ο [[ευνόητος]]<br /><b>2.</b> (για ποτά, φάρμακα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο [[εύποτος]], ο [[καλόπιστος]] (α. «οὐδ' εὔληπτον εῖναι τὸ [[ὕδωρ]]», <b>Ιώσ.</b><br />β. «εύληπτα φάρμακα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συλλαμβάνεται εύκολα («εύληπτο [[πτηνό]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κυριεύεται εύκολα, ο [[ευάλωτος]] («εὔληπτοι νησιῶται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο καταλαμβάνει ή κερδίζει [[κάποιος]] εύκολα («εὔληπτα γοῦν καὶ οὐ πολλοῦ δεήσει τοῦ πόνου», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που μεταφέρεται εύκολα<br /><b>4.</b> αυτός που αναιρείται, που ανασκευάζεται εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευλήπτως</i> (Α εὐλήπτως)<br /><b>1.</b> με εύκολο τρόπο («τὸ [[ἔκπωμα]] εὐληπτότατα ἐνδιδόναι τῷ μέλλοντι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> με εύληπτο τρόπο, ευκολονόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔληπτος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που λαμβάνεται εύκολα· επίρρ. <i>-τως</i>, με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να πιαστεί εύκολα, υπερθ. <i>εὐληπτότα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που εύκολα κυριεύεται, [[ευάλωτος]], [[ευπόρθητος]], σε Θουκ.· αυτό που εύκολα κερδίζεται ή αποκτιέται, σε Λουκ. | |lsmtext='''εὔληπτος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που λαμβάνεται εύκολα· επίρρ. <i>-τως</i>, με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να πιαστεί εύκολα, υπερθ. <i>εὐληπτότα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που εύκολα κυριεύεται, [[ευάλωτος]], [[ευπόρθητος]], σε Θουκ.· αυτό που εύκολα κερδίζεται ή αποκτιέται, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 33: | Line 33: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[easy to crush]] | |woodrun=[[easy to crush]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[εὐκολονόητος]]). Ἀπό τό [[εὖ]] + [[ληπτός]] τοῦ [[λαμβάνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[captu facilis]]'', [[easy to catch]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.85.2/ 6.85.2]. | |||
}} | }} |