εὔληπτος
λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain
English (LSJ)
εὔληπτον,
A easily taken hold of, οὐδ' εὔληπτον εἶναι τὸ ὕδωρ J.AJ 1.16.2, cf.Gal. UP11.5 (Sup.). Adv., τὸ ἔκπωμα εὐληπτότατα ἐνδιδόναι to give it so that one can most easily take hold of it, X.Cyr.1.3.8: metaph., εὔ. τὰ τῆς διατριβῆς Iamb.VP7.33.
2 easy to be taken or easy to be reduced, νησιῶται Th.6.85; ἧττον εὔ. πόλις D.H.3.43; εὔ. ὀργῇ, κόλαξι, Ph.2.590, Plu. 2.66b; easy to gain, easy to obtain, Luc.Merc.Cond.10; easy to apprehend, τοῖς ἀκούουσι Iamb.Protr.4.
German (Pape)
[Seite 1078] leicht zu fassen, zu nehmen, zu erobern; νησιῶται Thuc. 6, 85; Sp., z. B. Luc. merc. cond. 10; πόλις εὐληπτοτέρα D. Hal. 3, 43; ἐνδιδόναι τι εὐληπτότατον, Etwas so hingeben, daß man es sehr leicht nehmen kann, Xen. Cyr. 1, 3, 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 facile à prendre, à enlever ou à piller;
2 fig. facile à obtenir.
Étymologie: εὖ, λαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
εὔληπτος:
1 без труда захватываемый, которым легко овладеть (νησιῶται Thuc.);
2 легко достижимый Luc.
Greek (Liddell-Scott)
εὔληπτος: -ον, εὐκόλως λαμβανόμενος, μόνον ἐπιρρηματικῶς, καὶ προσφέρουσιν ὡς ἂν ἐνδοῖεν τὸ ἔκπτωμα εὐληπτότατα τῷ μέλλοντι πίνειν, καὶ προσφέρουσι ὡς ἂν ἐνδοῖεν τὸ ποτήριον οὕτως ὥστε ὁ μέλλων νὰ πίῃ νὰ δύνηται νὰ λαμβάνῃ αὐτὸ εὐκόλως, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8. 2) εὐκόλως κυριευόμενος, εὐάλωτος, νησιῶται Θουκ. 6. 85· πόλις Διον. Ἁλ. 3. 43 (ἐν τῷ συγκρ.)· εὔλ. κόλαξι Πλούτ. 2.66Β: - ὃν εὐκόλως καταλαμβάνει τις ἢ κερδαίνει, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 10· εὐκόλως κατανοούμενος, εὐνόητος, Ἰαμβλ. Πρ. σ. 42.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔληπτος, -ον)
1. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευνόητος
2. (για ποτά, φάρμακα κ.λπ.) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο εύποτος, ο καλόπιστος (α. «οὐδ' εὔληπτον εῖναι τὸ ὕδωρ», Ιώσ.
β. «εύληπτα φάρμακα»)
νεοελλ.
αυτός που συλλαμβάνεται εύκολα («εύληπτο πτηνό»)
αρχ.
1. αυτός που κυριεύεται εύκολα, ο ευάλωτος («εὔληπτοι νησιῶται», Θουκ.)
2. αυτός τον οποίο καταλαμβάνει ή κερδίζει κάποιος εύκολα («εὔληπτα γοῦν καὶ οὐ πολλοῦ δεήσει τοῦ πόνου», Λουκιαν.)
3. αυτός που μεταφέρεται εύκολα
4. αυτός που αναιρείται, που ανασκευάζεται εύκολα.
επίρρ...
ευλήπτως (Α εὐλήπτως)
1. με εύκολο τρόπο («τὸ ἔκπωμα εὐληπτότατα ἐνδιδόναι τῷ μέλλοντι», Ξεν.)
2. με εύληπτο τρόπο, ευκολονόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ληπτος (< λαμβάνω)].
Greek Monotonic
εὔληπτος: -ον, 1. αυτός που λαμβάνεται εύκολα· επίρρ. -τως, με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να πιαστεί εύκολα, υπερθ. εὐληπτότα, σε Ξεν.
2. αυτός που εύκολα κυριεύεται, ευάλωτος, ευπόρθητος, σε Θουκ.· αυτό που εύκολα κερδίζεται ή αποκτιέται, σε Λουκ.
Middle Liddell
εὔ-ληπτος, ον
1. easily taken hold of: adv. -τως so that one can easily take hold, Sup. εὐληπτότατα Xen.
2. easy to be taken or reduced, Thuc.:— easy to gain or obtain, Luc.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=εὐκολονόητος). Ἀπό τό εὖ + ληπτός τοῦ λαμβάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.