3,277,121
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λίαν''': [ἴδε ἐν τέλ.], Ἰω. καὶ Ἐπικ. [[λίην]]· [[μονοσύλλαβος]] [[τύπος]] λήν ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk ἐν τῷ Θεόγν. 352 ἐκ τοῦ Ἡσυχ.· ἐπίρρ. (ἴδε ἐν λέξ. λι- καὶ λάω Β). Πολύ, παρὰ πολύ, καθ’ ὑπερβολήν, Ὅμ., [[ὅστις]] μετεχειρίζετο αὐτὸ ὡς τὸ [[μετέπειτα]] ἐν χρήσει [[ἄγαν]], μετ’ ἐπιρρ., λ. ἑκὰς Ὀδ. Ξ. 496· [[οὐδέ]] τι λ. οὕτω, ὄχι τόσον πολύ, Ν. 238· μετ’ ἐπιθ., [[λίην]] μέγα Γ. 227., Π. 243· [[λίην]] τόσον Δ. 371· λ. λυπρὸς Ν. 243, πρβλ. 421· μόνον [[μετὰ]] ῥήματος, πολύ, παρὰ πολύ, κεχολώατο [[λίην]] Ξ. 282· [[λίην]] [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]] Ἰλ. Ε. 361, κ. ἀλλ.· οὔ τι λ. ποθὴ ἔσσεται Ξ. 368· μή τι λ. προκαλίζεο Ὀδ. Σ. 20, πρβλ. Ἰλ. Ζ. 486· - ἐπιτεταμ. [[ὡσαύτως]] παρ’ Ὁμ. καὶ [[λίην]], [[ὅπερ]] [[χάριν]] μείζονος ἐμφάσεως ἀείποτε τίθεται ἐν ἀρχῇ τῆς προτάσεως ἢ τοῦ στίχου, ἔτι καὶ ἂν ἀναφέρεται εἰς ἓν μόνον [[μέρος]] [[αὐτοῦ]], καὶ [[λίην]] | |lstext='''λίαν''': [ἴδε ἐν τέλ.], Ἰω. καὶ Ἐπικ. [[λίην]]· [[μονοσύλλαβος]] [[τύπος]] λήν ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk ἐν τῷ Θεόγν. 352 ἐκ τοῦ Ἡσυχ.· ἐπίρρ. (ἴδε ἐν λέξ. λι- καὶ λάω Β). Πολύ, παρὰ πολύ, καθ’ ὑπερβολήν, Ὅμ., [[ὅστις]] μετεχειρίζετο αὐτὸ ὡς τὸ [[μετέπειτα]] ἐν χρήσει [[ἄγαν]], μετ’ ἐπιρρ., λ. ἑκὰς Ὀδ. Ξ. 496· [[οὐδέ]] τι λ. οὕτω, ὄχι τόσον πολύ, Ν. 238· μετ’ ἐπιθ., [[λίην]] μέγα Γ. 227., Π. 243· [[λίην]] τόσον Δ. 371· λ. λυπρὸς Ν. 243, πρβλ. 421· μόνον [[μετὰ]] ῥήματος, πολύ, παρὰ πολύ, κεχολώατο [[λίην]] Ξ. 282· [[λίην]] [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]] Ἰλ. Ε. 361, κ. ἀλλ.· οὔ τι λ. ποθὴ ἔσσεται Ξ. 368· μή τι λ. προκαλίζεο Ὀδ. Σ. 20, πρβλ. Ἰλ. Ζ. 486· - ἐπιτεταμ. [[ὡσαύτως]] παρ’ Ὁμ. καὶ [[λίην]], [[ὅπερ]] [[χάριν]] μείζονος ἐμφάσεως ἀείποτε τίθεται ἐν ἀρχῇ τῆς προτάσεως ἢ τοῦ στίχου, ἔτι καὶ ἂν ἀναφέρεται εἰς ἓν μόνον [[μέρος]] [[αὐτοῦ]], καὶ [[λίην]] κεῖνός γε ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ ([[ἀντί]]: κεῖται ὀλέθρῳ, καὶ [[λίην]] γε ἐοικότι), κεῖται ἐν ὀλέθρῳ, καὶ τοῦτο [[λίαν]] δικαίως, Ὀδ. Α. 46, πρβλ. Γ. 203, Ἰλ. Α. 553, κ. ἀλλ. II. μεθ’ Ὅμ., ἀσχάλα μὴ [[λίην]] Ἀρχίλ. 62 (32), πρβλ. Σόλωνα 6· [[λίην]] πιστεύειν, ὡς τὸ [[κάρτα]] π., πιστεύειν ἀδιστάκτως, Ἡρόδ. 4. 96· μὴ κάμνε [[λίαν]] Πινδ. Π. 1. 175· μὴ [[λίαν]] στένε Σοφ. Ἠλ. 1172, πρβλ. Elmsl. εἰς Μήδ. 156· ἐντὸς λ. τῶν τειχῶν Θουκ. 7. 5· - σπανίως [[μετὰ]] τοῦ ὑπερθ. βέλτιστα, Πλάτ. Ἐρυξ. 393Ε, Αἰσχίν. Σωκρ. 2. 5· καὶ μετ’ ἄλλων λέξεων τῆς αὐτῆς σημασίας, λ. [[ἄγαν]], λ. κομιδῇ, πάμπολυ λ. Λοβ. Παραλ. 62, Meineke εἰς Μένανδρ. σ. 152· - παρ’ Αἰσχύλ. Πρ. 1031, [[κόμπος]] [[λίαν]] εἰρημένος, ἀντιτίθεται τῷ πεπλασμένος· - παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς [[συχνάκις]] εὕρηται μεταξὺ τοῦ ἄρθρου καὶ τοῦ προσδιοριζομένου ὀνόματος, ἡ [[λίαν]] [[φιλότης]], ἡ ὑπερβολικὴ [[αὐτοῦ]] [[ἀγάπη]], Αἰσχύλ. Πρ. 123· ὁ λ. κακὸς Σοφ. Ἀποσπ. 583· τοῦ [[λίαν]] πότου Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 8· ἡ λ. τρυφὴ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 60· τὰ λ. μειράκια Θεόπομπ. Κωμ. εἰς «Μήδ.» 2· - τὸ [[λίαν]], ἡ [[ὑπερβολή]], ἡ βία, Εὐρ. Ἀνδρ. 866, Πλάτ. Κρατ. 415C. [Ὁ Ὅμ. ἔχει ῑ ἐν ἄρσει, ἀλλὰ ῐ συνήθως ἐν θέσει, πλὴν ἐν τῇ φράσει καὶ [[λίην]], ἥτις ἔχει ἀείποτε, ῑ, ἔνθ’ ἀνωτ. Παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. καὶ Ἀττ. ῑ ἢ ῐ κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου Πόρσ. Προοίμ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. xvi, Ἐλμσλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 899. - ᾱ ἀείποτε]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[λίαν]], Α ιων. και επικ. τ. [[λίην]], Μ και λία)<br /><b>επίρρ.</b> πολύ, [[πάρα]] πολύ, σε μεγάλο βαθμό (α. «[[λίην]] γὰρ μέγα εἶπες», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[λίην]] [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λίαν]] [[καλώς]]» — ο [[δεύτερος]] [[κατά]] [[σειρά]] αξίας [[μετά]] το «άριστα» [[βαθμός]] αξιολόγησης στα σχολεία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[συχνά]] [[μεταξύ]] άρθρου και προσδιοριζόμενου ονόματος με επιθετική [[χρήση]]) [[υπερβολικός]] («διὰ τὴν [[λίαν]] φιλότητα βροτῶν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με ουδ. άρθρ. ως ουσ.) τὸ [[λίαν]]<br />η [[υπερβολή]] («τὸ [[λίαν]] οὔτ' | |mltxt=(AM [[λίαν]], Α ιων. και επικ. τ. [[λίην]], Μ και λία)<br /><b>επίρρ.</b> πολύ, [[πάρα]] πολύ, σε μεγάλο βαθμό (α. «[[λίην]] γὰρ μέγα εἶπες», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[λίην]] [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λίαν]] [[καλώς]]» — ο [[δεύτερος]] [[κατά]] [[σειρά]] αξίας [[μετά]] το «άριστα» [[βαθμός]] αξιολόγησης στα σχολεία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[συχνά]] [[μεταξύ]] άρθρου και προσδιοριζόμενου ονόματος με επιθετική [[χρήση]]) [[υπερβολικός]] («διὰ τὴν [[λίαν]] φιλότητα βροτῶν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με ουδ. άρθρ. ως ουσ.) τὸ [[λίαν]]<br />η [[υπερβολή]] («τὸ [[λίαν]] οὔτ' ἐκεῖν' ἐπῄνεσα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για μια [[αιτιατική]] πού χρησιμοποιήθηκε επιρρηματικά, όπως τα <i>δήν</i>, [[πλήν]]. Παραμένει αμφίβολο αν το θ. του τ. <i>λί</i>- [[είναι]] αρχικό ή αν αποτελεί συντετμημένη, εκφραστική λαϊκή [[μορφή]] του αρχικού θ. Κατ' άλλους, ο τ. συνδέεται με το αυξητικό [[μόριο]] <i>λα</i>-, <i>λαι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λαι</i>-<i>σποδίας</i> «[[ακόλαστος]]») και το επίρρ. [[λέως]], [[λείως]] του επιθ. <i>λεῑος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λεώλεθρος]], [[λεώλης]]), απόψεις που δεν φαίνονται πολύ πιθανές]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |