Anonymous

μέλλω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "εῑν" to "εῖν"
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[μέλλω]])<br /><b>1.</b> [[προτίθεμαι]], [[σκοπεύω]], έχω στον νου μου να [[κάνω]] [[κάτι]] («ἐγὼ κτενεῖν ἔμελλον [[πατέρα]] τὸν ἐμόν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (το γ' εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε<br />πρόκειται να... ή [[είναι]] ενδεχόμενο να... ή [[είναι]] πεπρωμένο να...<br />β) έμελλε<br />ήταν μοιραίο<br />γ) <i>μέλλεται</i><br />[[είναι]] γραφτό, [[είναι]] πεπρωμένο<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) [[μέλλων]], -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br />[[μελλοντικός]]<br /><b>4.</b> (το αρσ. και το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[μέλλοντας]] και [[μέλλον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> α) «όπου του μέλλει να πνιγεί [[ποτέ]] του δεν πεθαίνει» — εάν [[είναι]] μοιραίο να έχει [[κάποιος]] αιφνίδιο και επώδυνο θάνατο, δεν πεθαίνει από συνήθεις ασθένειες<br />β) «ό,τι μέλλει δεν ξεμέλλει και ό,τι γράφει δεν ξεγράφει» — ό,τι [[είναι]] μοιραίο να πάθει [[κάποιος]] δεν μπορεί να το αποφύγει<br /><b>μσν.</b><br />[[αναμένω]], [[περιμένω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είμαι]] προορισμένος από τη [[μοίρα]] να πράξω ή να υποστώ [[κάτι]] («ἔμελλον ἄρα παύσειν ποθ' ὑμᾱς τοῦ [[κοάξ]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οφείλω]] σύμφωνα με το [[δίκαιο]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («καὶ [[λίην]] σέ γ' ἔμελλε κιχήσεσθαι κακὰ ἔργα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[δήλωση]] συμπεράσματος που εξάγεται εκ τών προτέρων) [[συμπεραίνω]] ύστερα από [[σκέψη]] ότι θα γίνει [[κάτι]] (α. «[[μέλλω]] που ἀπέχθεσθαι Διὶ πατρί», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «κελευσέμεναι δὲ σ' ἔμελλε [[δαίμων]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[δήλωση]] [[μεγάλης]] πιθανότητας στο [[παρόν]]) [[νομίζω]], [[υποθέτω]], μού φαίνεται πιθανό («ἐμέλλετ' ἆρ ἅπαντες ἀνασείειν βοήν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[χρονοτριβώ]], [[αναβάλλω]], [[καθυστερώ]] («τοὺς ξυμμάχους... οὐ μελλήσομεν τιμωρεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «τί οὐ [[μέλλω]];» ή «τί μέλλει;» — βεβαίως, ναι, [[πράγματι]], τί νόμιζες; β) «[[μέλλων]] [[σφυγμός]]» — [[αραιός]] [[σφυγμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[μέλλω]] ανάγεται πιθ. σε τ. <i>μελ</i>-<i>γο</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>mel</i>- «[[διστάζω]], [[αργώ]]») και συνδέεται πιθ. με τα λατ. <i>pr</i><i>ō</i>-<i>mellere</i> «[[αναβάλλω]] μια [[δίκη]]» και αρχ. ιρλδ. <i>mall</i> «[[αργός]], [[οκνηρός]]». Κατ' άλλους, η λ. ανάγεται σε [[μέλος]] «[[φροντίδα]]», [[οπότε]] συνδέεται με την [[οικογένεια]] του [[μέλω]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τους τ. [[μολεῖν]] «[[έρχομαι]]», «[[πορεύομαι]]», ενώ [[είναι]] αμφίβολη και προβληματική η [[σύνδεση]] της με τη λ. [[μέλος]] και το λατ. <i>molior</i> «[[κινώ]], [[παρακινώ]]». Η αρχική σημ. του ρήματος [[είναι]] «προορίζομαι, [[προτίθεμαι]]», ενώ η [[τοποθέτηση]] της πρόθεσης στο [[μέλλον]] και η μελλοντική [[χροιά]] που έλαβε το ρ. οφείλεται σε λόγους [[καθαρά]] εμφατικούς (ειδικά όταν πρόκειται για το πεπρωμένο). Η [[σημασία]] «[[διστάζω]], [[αργώ]]» [[είναι]] [[υστερογενής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[μέλλημα]], [[μέλλησις]], [[μελλησμός]], [[μελληστής]], [[μελλητής]], [[μελλώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μέλλησμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μελλόγαμπρος]], [[μελλόγαμος]], [[μελλοθάνατος]], [[μελλόνυμφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μελλάρχων]], [[μελλέβιος]], [[μελλείρην]], [[μελλέπταρμος]], [[μελλέφηβος]], [[μελλιέρη]], [[μελλογραμματεύς]], <i>μελλογυμνασίαρχος</i>, [[μελλοδειπνικός]], [[μελλολέων]], [[μελλονικιώ]], [[μελλονυμφίος]], [[μελλόπαις]], [[μελλόπλουτος]], [[μελλόποσις]], [[μελλοπρόεδρος]], [[μελλοπρύτανις]], [[μελλοφωτιστής]], [[μελλυμέναιος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μελλοβασιλεύς]], [[μελλοκυρία]], [[μελλοπατρίκιος]], [[μελλοπεθερά]], [[μελλοφανής]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αντεπιμέλλω]], [[αντιμέλλω]], [[διαμέλλω]], [[καταμέλλω]].
|mltxt=(ΑM [[μέλλω]])<br /><b>1.</b> [[προτίθεμαι]], [[σκοπεύω]], έχω στον νου μου να [[κάνω]] [[κάτι]] («ἐγὼ κτενεῖν ἔμελλον [[πατέρα]] τὸν ἐμόν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (το γ' εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε<br />πρόκειται να... ή [[είναι]] ενδεχόμενο να... ή [[είναι]] πεπρωμένο να...<br />β) έμελλε<br />ήταν μοιραίο<br />γ) <i>μέλλεται</i><br />[[είναι]] γραφτό, [[είναι]] πεπρωμένο<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) [[μέλλων]], -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br />[[μελλοντικός]]<br /><b>4.</b> (το αρσ. και το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[μέλλοντας]] και [[μέλλον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> α) «όπου του μέλλει να πνιγεί [[ποτέ]] του δεν πεθαίνει» — εάν [[είναι]] μοιραίο να έχει [[κάποιος]] αιφνίδιο και επώδυνο θάνατο, δεν πεθαίνει από συνήθεις ασθένειες<br />β) «ό,τι μέλλει δεν ξεμέλλει και ό,τι γράφει δεν ξεγράφει» — ό,τι [[είναι]] μοιραίο να πάθει [[κάποιος]] δεν μπορεί να το αποφύγει<br /><b>μσν.</b><br />[[αναμένω]], [[περιμένω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είμαι]] προορισμένος από τη [[μοίρα]] να πράξω ή να υποστώ [[κάτι]] («ἔμελλον ἄρα παύσειν ποθ' ὑμᾱς τοῦ [[κοάξ]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οφείλω]] σύμφωνα με το [[δίκαιο]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («καὶ [[λίην]] σέ γ' ἔμελλε κιχήσεσθαι κακὰ ἔργα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[δήλωση]] συμπεράσματος που εξάγεται εκ τών προτέρων) [[συμπεραίνω]] ύστερα από [[σκέψη]] ότι θα γίνει [[κάτι]] (α. «[[μέλλω]] που ἀπέχθεσθαι Διὶ πατρί», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «κελευσέμεναι δὲ σ' ἔμελλε [[δαίμων]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[δήλωση]] [[μεγάλης]] πιθανότητας στο [[παρόν]]) [[νομίζω]], [[υποθέτω]], μού φαίνεται πιθανό («ἐμέλλετ' ἆρ ἅπαντες ἀνασείειν βοήν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[χρονοτριβώ]], [[αναβάλλω]], [[καθυστερώ]] («τοὺς ξυμμάχους... οὐ μελλήσομεν τιμωρεῖν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «τί οὐ [[μέλλω]];» ή «τί μέλλει;» — βεβαίως, ναι, [[πράγματι]], τί νόμιζες; β) «[[μέλλων]] [[σφυγμός]]» — [[αραιός]] [[σφυγμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[μέλλω]] ανάγεται πιθ. σε τ. <i>μελ</i>-<i>γο</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>mel</i>- «[[διστάζω]], [[αργώ]]») και συνδέεται πιθ. με τα λατ. <i>pr</i><i>ō</i>-<i>mellere</i> «[[αναβάλλω]] μια [[δίκη]]» και αρχ. ιρλδ. <i>mall</i> «[[αργός]], [[οκνηρός]]». Κατ' άλλους, η λ. ανάγεται σε [[μέλος]] «[[φροντίδα]]», [[οπότε]] συνδέεται με την [[οικογένεια]] του [[μέλω]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τους τ. [[μολεῖν]] «[[έρχομαι]]», «[[πορεύομαι]]», ενώ [[είναι]] αμφίβολη και προβληματική η [[σύνδεση]] της με τη λ. [[μέλος]] και το λατ. <i>molior</i> «[[κινώ]], [[παρακινώ]]». Η αρχική σημ. του ρήματος [[είναι]] «προορίζομαι, [[προτίθεμαι]]», ενώ η [[τοποθέτηση]] της πρόθεσης στο [[μέλλον]] και η μελλοντική [[χροιά]] που έλαβε το ρ. οφείλεται σε λόγους [[καθαρά]] εμφατικούς (ειδικά όταν πρόκειται για το πεπρωμένο). Η [[σημασία]] «[[διστάζω]], [[αργώ]]» [[είναι]] [[υστερογενής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[μέλλημα]], [[μέλλησις]], [[μελλησμός]], [[μελληστής]], [[μελλητής]], [[μελλώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μέλλησμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μελλόγαμπρος]], [[μελλόγαμος]], [[μελλοθάνατος]], [[μελλόνυμφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μελλάρχων]], [[μελλέβιος]], [[μελλείρην]], [[μελλέπταρμος]], [[μελλέφηβος]], [[μελλιέρη]], [[μελλογραμματεύς]], <i>μελλογυμνασίαρχος</i>, [[μελλοδειπνικός]], [[μελλολέων]], [[μελλονικιώ]], [[μελλονυμφίος]], [[μελλόπαις]], [[μελλόπλουτος]], [[μελλόποσις]], [[μελλοπρόεδρος]], [[μελλοπρύτανις]], [[μελλοφωτιστής]], [[μελλυμέναιος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μελλοβασιλεύς]], [[μελλοκυρία]], [[μελλοπατρίκιος]], [[μελλοπεθερά]], [[μελλοφανής]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αντεπιμέλλω]], [[αντιμέλλω]], [[διαμέλλω]], [[καταμέλλω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm