Anonymous

έπος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "εῑν" to "εῖν"
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἔπος]])<br /><b>1.</b> εκτεταμένη ποιητική [[σύνθεση]] που καθρεφτίζει τη ζωή και τα ιδανικά μιας ολόκληρης κοινωνίας και εξυμνεί ηρωικά κατορθώματα<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>τα έπη</i><br />επικά ποιήματα σε δακτυλικούς εξάμετρους στίχους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σειρά]] ηρωικών πράξεων ή κατορθωμάτων («το [[έπος]] της Αλβανίας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αμ’ [[έπος]] αμ’ [[έργον]]» — [[μόλις]] το ‘πε, το ‘κανε κιόλας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λέξη]], [[έκφραση]] («ἀλλ’ ἔπους σμικροῦ [[χάριν]] [[φυγάς]] [[σφιν]] ἔξω πτωχὸς [[ἠλώμην]]», Σοφ)<br /><b>2.</b> [[διήγηση]], [[ομιλία]] («ἀκούοντες ἔπεα θνητῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σπουδαίος]] [[λόγος]] («στεῡται γάρ τι [[ἔπος]] ἐρέειν [[κορυθαίολος]] Ἕκτωρ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπόσχεση]] («τελεῖν [[ἔπος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[επίκαιρος]] [[λόγος]],[[συμβουλή]]<br /><b>6.</b> [[λόγος]] που προέρχεται από [[θεία]] [[έμπνευση]], [[χρησμός]], [[προφητεία]] («καί μοι [[ἔπος]] ἔμπεσε θυμῷ μάντηος ἀλαοῡ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[λέξη]] σε [[αντιδιαστολή]] με το [[έργο]] («ἔπεα ἀκράαντα» — [[λόγια]] [[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[έννοια]], [[ουσία]], [[υπόθεση]] λόγου («νῡν δὲ [[ἔπος]] ἐρέων [[πάλιν]] [[ἄγγελος]] εἶμ’ Ἀχιλῆι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>9.</b> [[ρητό]], [[παροιμία]], [[απόφθεγμα]] («τοῦτ’ ἄρ’ ἐκεῑν’ ἧν [[τοὔπος]] ἀληθῶς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>10.</b> [[φήμη]] («καὶ μὴν τά γ’ ἄλλα κωφὰ καὶ παλαί’ ἔπη», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>11.</b> [[απαίτηση]], [[επιθυμία]] («οὐκ ἔστ’ οὐδὲ ἔοικε τεὸν [[ἔπος]] ἀρνήσασθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>12.</b> [[ποιητικός]] [[στίχος]] («μαρτυρέει δέ μοι τῇ γνώμῃ καὶ Ὁμήρου [[ἔπος]] ἐν Ὀδυσσείῃ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>13.</b> [[σύνολο]] στίχων<br /><b>14.</b> (σε πεζό [[κείμενο]]) [[σειρά]], [[αράδα]] («τῷ τε πλήθει τῶν λεγομένων οὐκ ἐπιτιμησόντων οὐδ’ ἥν μυρίων ἐπῶν ᾖ τὸ [[μῆκος]]», Ισοκρ.)<br /><b>15.</b> (για ζωγράφο) [[σύνθεση]] εικόνας («τήν... μάχην ἐν οὐδ’ ὅλοις ἑπτὰ ἔπεσι παραδραμόντος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «κατ’ [[ἔπος]]» — [[λέξη]] [[προς]] [[λέξη]]<br />β) «οὐδὲν πρὸς [[ἔπος]]» — για κανέναν σκοπό<br />γ) «ὡς [[ἔπος]] εἰπεῑν» ή «ὡς εἰπεῖν [[ἔπος]]» — για να πω με [[συντομία]]<br />δ) «ἑνὶ ἔπει» — με μια [[λέξη]], [[σύντομα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[έπος]] (διαλεκτ. <i>Fέπος</i>) ταυτίζεται με αρχ. ινδ. <i>vacas</i>-, αβεστ. <i>vačah</i>- και ανάγεται σε ΙE <i>wek</i><sup>w</sup>-<i>os</i> <span style="color: red;"><</span> ΙE [[ρίζα]] <i>wek</i><sup>w</sup>- «[[λέγω]], [[μιλώ]]». Απαντά στον Όμηρο προκειμένου να δηλώσει τα [[λόγια]], παράλληλα [[προς]] το [[μύθος]] που δηλώνει το [[περιεχόμενο]] των λόγων. Στην Ιων.-Αττική σημαίνει «[[λέξη]]» —αντιτιθέμενο στο [[έργον]]— και χρησιμοποιείται σε ορισμένες πάγιες εκφράσεις, όπως [[έπος]] ειπείν</i> «για να μιλήσω [[έτσι]], όπως λένε κ.λπ.». Στην επική [[ποίηση]], εξάλλου, απαντά πληθ. <i>έπεα</i>. Η λ. εμφανίζεται ως β’ συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>επής</i> σε 36 αρχαία [[σύνθετα]]<br />πρβλ. [[αισχροεπής]], [[ακριτοεπής]], [[αληθοεπής]], [[αμαρτοεπής]], [[αμετροεπής]], [[αμευσιεπής]], <i>ανεπής</i>, [[απτοεπής]], [[αριστοεπής]], [[αρτιεπής]], [[αφαμαρτοεπής]], [[βραχυεπής]], [[δεινοεπής]], [[ευεπής]], [[ευθυεπής]], [[ευρησιεπής]], <i>ηδυεπής</i>, [[ημιεπής]], <i>ησιεπής</i>, [[θελξιεπής]], [[θεοεπής]], [[θερσιεπής]], [[ισοεπής]], [[ισχνοεπής]], [[καλλιεπής]], [[κομψοεπής]], [[παντοεπής]], [[παυροεπής]], [[περισσοεπής]], [[πολυεπής]], [[ταυτοεπής]], [[τερψιεπής]], [[χρηστοεπής]], [[ψευδοεπής]], [[ωκυεπής]]. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] <i>wek</i><sup>w</sup>- ανάγεται και ο αόρ. [[είπον]], επικ. <i>έειπον</i>, απρμφ. <i>ειπείν</i>, από τον οποίο προήλθε [[υστερογενώς]] ο ιων. αόρ. α΄ [[είπα]]. Στους αορίστους αυτούς αντιστοιχούν οι ενεστώτες [[λέγω]], [[φημί]], [[αγορεύω]], μέλλ. <i>ερώ</i> και παρακμ. <i>είρηκα</i>. Το <i>έειπον</i>, που συνδέεται επακριβώς με αρχ. ινδ. <i>ά</i>-<i>vocam</i>, προήλθε από <i>e</i>-<i>wenk</i><sup>w</sup>-<i>om</i>, θεματ. αόρ. με αναδιπλασιασμό. Δηλ. <i>ε</i>-<i>Fε</i>-<i>Fπ</i>-<i>ον</i>> <i>ε</i>-<i>Fε</i>-<i>ιπ</i>-<i>ον</i>, με [[ανομοίωση]] του β’ -<i>F</i>- σε -<i>ι</i>-> <i>έ</i>-<i>ειπ</i>-<i>πον</i>> [[είπον]]. Υπάρχουν, εξάλλου, και ονοματικοί τ. με ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ρίζας<br />πρβλ. αιτ. <i>όπα</i> (ονομ. <i>όψ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Fοπ</i>-<i>ς</i>), <i>όσσα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ότια</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Foτ</i>-<i>yă</i>, <i>εν</i>-<i>οπή</i>, ενώ στην Αρχαία Ινδική απαντά αθέμ. ενεστ. <i>vak</i>-<i>ti</i> «μιλάει, λέει»].
|mltxt=το (AM [[ἔπος]])<br /><b>1.</b> εκτεταμένη ποιητική [[σύνθεση]] που καθρεφτίζει τη ζωή και τα ιδανικά μιας ολόκληρης κοινωνίας και εξυμνεί ηρωικά κατορθώματα<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>τα έπη</i><br />επικά ποιήματα σε δακτυλικούς εξάμετρους στίχους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σειρά]] ηρωικών πράξεων ή κατορθωμάτων («το [[έπος]] της Αλβανίας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αμ’ [[έπος]] αμ’ [[έργον]]» — [[μόλις]] το ‘πε, το ‘κανε κιόλας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λέξη]], [[έκφραση]] («ἀλλ’ ἔπους σμικροῦ [[χάριν]] [[φυγάς]] [[σφιν]] ἔξω πτωχὸς [[ἠλώμην]]», Σοφ)<br /><b>2.</b> [[διήγηση]], [[ομιλία]] («ἀκούοντες ἔπεα θνητῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σπουδαίος]] [[λόγος]] («στεῡται γάρ τι [[ἔπος]] ἐρέειν [[κορυθαίολος]] Ἕκτωρ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπόσχεση]] («τελεῖν [[ἔπος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[επίκαιρος]] [[λόγος]],[[συμβουλή]]<br /><b>6.</b> [[λόγος]] που προέρχεται από [[θεία]] [[έμπνευση]], [[χρησμός]], [[προφητεία]] («καί μοι [[ἔπος]] ἔμπεσε θυμῷ μάντηος ἀλαοῡ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[λέξη]] σε [[αντιδιαστολή]] με το [[έργο]] («ἔπεα ἀκράαντα» — [[λόγια]] [[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[έννοια]], [[ουσία]], [[υπόθεση]] λόγου («νῡν δὲ [[ἔπος]] ἐρέων [[πάλιν]] [[ἄγγελος]] εἶμ’ Ἀχιλῆι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>9.</b> [[ρητό]], [[παροιμία]], [[απόφθεγμα]] («τοῦτ’ ἄρ’ ἐκεῖν’ ἧν [[τοὔπος]] ἀληθῶς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>10.</b> [[φήμη]] («καὶ μὴν τά γ’ ἄλλα κωφὰ καὶ παλαί’ ἔπη», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>11.</b> [[απαίτηση]], [[επιθυμία]] («οὐκ ἔστ’ οὐδὲ ἔοικε τεὸν [[ἔπος]] ἀρνήσασθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>12.</b> [[ποιητικός]] [[στίχος]] («μαρτυρέει δέ μοι τῇ γνώμῃ καὶ Ὁμήρου [[ἔπος]] ἐν Ὀδυσσείῃ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>13.</b> [[σύνολο]] στίχων<br /><b>14.</b> (σε πεζό [[κείμενο]]) [[σειρά]], [[αράδα]] («τῷ τε πλήθει τῶν λεγομένων οὐκ ἐπιτιμησόντων οὐδ’ ἥν μυρίων ἐπῶν ᾖ τὸ [[μῆκος]]», Ισοκρ.)<br /><b>15.</b> (για ζωγράφο) [[σύνθεση]] εικόνας («τήν... μάχην ἐν οὐδ’ ὅλοις ἑπτὰ ἔπεσι παραδραμόντος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «κατ’ [[ἔπος]]» — [[λέξη]] [[προς]] [[λέξη]]<br />β) «οὐδὲν πρὸς [[ἔπος]]» — για κανέναν σκοπό<br />γ) «ὡς [[ἔπος]] εἰπεῖν» ή «ὡς εἰπεῖν [[ἔπος]]» — για να πω με [[συντομία]]<br />δ) «ἑνὶ ἔπει» — με μια [[λέξη]], [[σύντομα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[έπος]] (διαλεκτ. <i>Fέπος</i>) ταυτίζεται με αρχ. ινδ. <i>vacas</i>-, αβεστ. <i>vačah</i>- και ανάγεται σε ΙE <i>wek</i><sup>w</sup>-<i>os</i> <span style="color: red;"><</span> ΙE [[ρίζα]] <i>wek</i><sup>w</sup>- «[[λέγω]], [[μιλώ]]». Απαντά στον Όμηρο προκειμένου να δηλώσει τα [[λόγια]], παράλληλα [[προς]] το [[μύθος]] που δηλώνει το [[περιεχόμενο]] των λόγων. Στην Ιων.-Αττική σημαίνει «[[λέξη]]» —αντιτιθέμενο στο [[έργον]]— και χρησιμοποιείται σε ορισμένες πάγιες εκφράσεις, όπως [[έπος]] ειπείν</i> «για να μιλήσω [[έτσι]], όπως λένε κ.λπ.». Στην επική [[ποίηση]], εξάλλου, απαντά πληθ. <i>έπεα</i>. Η λ. εμφανίζεται ως β’ συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>επής</i> σε 36 αρχαία [[σύνθετα]]<br />πρβλ. [[αισχροεπής]], [[ακριτοεπής]], [[αληθοεπής]], [[αμαρτοεπής]], [[αμετροεπής]], [[αμευσιεπής]], <i>ανεπής</i>, [[απτοεπής]], [[αριστοεπής]], [[αρτιεπής]], [[αφαμαρτοεπής]], [[βραχυεπής]], [[δεινοεπής]], [[ευεπής]], [[ευθυεπής]], [[ευρησιεπής]], <i>ηδυεπής</i>, [[ημιεπής]], <i>ησιεπής</i>, [[θελξιεπής]], [[θεοεπής]], [[θερσιεπής]], [[ισοεπής]], [[ισχνοεπής]], [[καλλιεπής]], [[κομψοεπής]], [[παντοεπής]], [[παυροεπής]], [[περισσοεπής]], [[πολυεπής]], [[ταυτοεπής]], [[τερψιεπής]], [[χρηστοεπής]], [[ψευδοεπής]], [[ωκυεπής]]. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] <i>wek</i><sup>w</sup>- ανάγεται και ο αόρ. [[είπον]], επικ. <i>έειπον</i>, απρμφ. <i>ειπείν</i>, από τον οποίο προήλθε [[υστερογενώς]] ο ιων. αόρ. α΄ [[είπα]]. Στους αορίστους αυτούς αντιστοιχούν οι ενεστώτες [[λέγω]], [[φημί]], [[αγορεύω]], μέλλ. <i>ερώ</i> και παρακμ. <i>είρηκα</i>. Το <i>έειπον</i>, που συνδέεται επακριβώς με αρχ. ινδ. <i>ά</i>-<i>vocam</i>, προήλθε από <i>e</i>-<i>wenk</i><sup>w</sup>-<i>om</i>, θεματ. αόρ. με αναδιπλασιασμό. Δηλ. <i>ε</i>-<i>Fε</i>-<i>Fπ</i>-<i>ον</i>> <i>ε</i>-<i>Fε</i>-<i>ιπ</i>-<i>ον</i>, με [[ανομοίωση]] του β’ -<i>F</i>- σε -<i>ι</i>-> <i>έ</i>-<i>ειπ</i>-<i>πον</i>> [[είπον]]. Υπάρχουν, εξάλλου, και ονοματικοί τ. με ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ρίζας<br />πρβλ. αιτ. <i>όπα</i> (ονομ. <i>όψ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Fοπ</i>-<i>ς</i>), <i>όσσα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ότια</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Foτ</i>-<i>yă</i>, <i>εν</i>-<i>οπή</i>, ενώ στην Αρχαία Ινδική απαντά αθέμ. ενεστ. <i>vak</i>-<i>ti</i> «μιλάει, λέει»].
}}
}}