3,273,768
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. τ. [[προστάτρια]] ΝΜΑ, και [[προστάτισσα]] Ν Μ, και [[προστάτιδα]] Ν, και [[προστάτις]], -ιδος, Α [[προΐσταμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει [[προστασία]], [[φύλακας]] («[[προστάτης]] της πόλης μας»)<br /><b>2.</b> [[υπερασπιστής]], [[προασπιστής]] («[[προστάτης]] τών ανθρώπινων δικαιωμάτων»)<br /><b>3.</b> [[κηδεμόνας]], [[αρωγός]] («[[προστάτης]] τών γραμμάτων και τών τεχνών»)<br /><b>4.</b> (στην αρχαία Αθήνα) [[πολίτης]] που αντιπροσώπευε ενώπιον τών διοικητικών και δικαστικών αρχών έναν μέτοικο ή απελεύθερο<br /><b>5.</b> <b>ανατ.</b> [[αδένας]] του ανδρικού γεννητικού συστήματος με [[σχήμα]] καστάνου, ο [[οποίος]] βρίσκεται [[αμέσως]] [[κάτω]] από την ουροδόχο [[κύστη]] και προσθέτει ένα [[έκκριμα]] στα σπερματοζωάρια, το προστατικό [[υγρό]], [[κατά]] την [[εκσπερμάτιση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που στέκεται στην πρώτη [[γραμμή]]<br /><b>2.</b> [[αρχηγός]], [[ιδίως]] πολιτικής μερίδας («οἱ δὲ τοῦ δήμου προστάται πείθουσιν αὐτόν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (γενικά) [[κυβερνήτης]], [[προϊστάμενος]] («[[προστάτης]] χώρας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που [[είναι]] [[πρώτος]] σε [[κάτι]], που έχει τα [[πρωτεία]] σε [[κάτι]] («καὶ προστάται τοῦ ἐμπορίου αὗται αἱ πόλιες εἰσὶ αἱ παρέχουσαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[πρωτεργάτης]] («[[προστάτης]] τοῦ πολέμου», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[επιστάτης]], [[επιμελητής]] («[[προστάτης]] καὶ [[ἐπιμελητής]] [τῆς παιδείας]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[πρόεδρος]] («[[προστάτης]] συνεδρίου», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>8.</b> (ως επίθ. θεοτήτων) [[προστατήριος]]<br /><b>9.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ προστάται</i><br />οι πρυτάνεις, οι πρόεδροι<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προστάτης]] τῶν Ἑλλήνων [ή τῆς Ἑλλάδος]» — αυτός που έχει την [[ηγεμονία]] της Ελλάδας<br />β) «ἐπὶ προστάτου | |mltxt=ο, θηλ. τ. [[προστάτρια]] ΝΜΑ, και [[προστάτισσα]] Ν Μ, και [[προστάτιδα]] Ν, και [[προστάτις]], -ιδος, Α [[προΐσταμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει [[προστασία]], [[φύλακας]] («[[προστάτης]] της πόλης μας»)<br /><b>2.</b> [[υπερασπιστής]], [[προασπιστής]] («[[προστάτης]] τών ανθρώπινων δικαιωμάτων»)<br /><b>3.</b> [[κηδεμόνας]], [[αρωγός]] («[[προστάτης]] τών γραμμάτων και τών τεχνών»)<br /><b>4.</b> (στην αρχαία Αθήνα) [[πολίτης]] που αντιπροσώπευε ενώπιον τών διοικητικών και δικαστικών αρχών έναν μέτοικο ή απελεύθερο<br /><b>5.</b> <b>ανατ.</b> [[αδένας]] του ανδρικού γεννητικού συστήματος με [[σχήμα]] καστάνου, ο [[οποίος]] βρίσκεται [[αμέσως]] [[κάτω]] από την ουροδόχο [[κύστη]] και προσθέτει ένα [[έκκριμα]] στα σπερματοζωάρια, το προστατικό [[υγρό]], [[κατά]] την [[εκσπερμάτιση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που στέκεται στην πρώτη [[γραμμή]]<br /><b>2.</b> [[αρχηγός]], [[ιδίως]] πολιτικής μερίδας («οἱ δὲ τοῦ δήμου προστάται πείθουσιν αὐτόν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (γενικά) [[κυβερνήτης]], [[προϊστάμενος]] («[[προστάτης]] χώρας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που [[είναι]] [[πρώτος]] σε [[κάτι]], που έχει τα [[πρωτεία]] σε [[κάτι]] («καὶ προστάται τοῦ ἐμπορίου αὗται αἱ πόλιες εἰσὶ αἱ παρέχουσαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[πρωτεργάτης]] («[[προστάτης]] τοῦ πολέμου», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[επιστάτης]], [[επιμελητής]] («[[προστάτης]] καὶ [[ἐπιμελητής]] [τῆς παιδείας]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[πρόεδρος]] («[[προστάτης]] συνεδρίου», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>8.</b> (ως επίθ. θεοτήτων) [[προστατήριος]]<br /><b>9.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ προστάται</i><br />οι πρυτάνεις, οι πρόεδροι<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προστάτης]] τῶν Ἑλλήνων [ή τῆς Ἑλλάδος]» — αυτός που έχει την [[ηγεμονία]] της Ελλάδας<br />β) «ἐπὶ προστάτου οἰκεῖν» — το να [[είναι]] [[κανείς]] υπό την [[κηδεμονία]] προστάτη<br />γ) «προστάτην ἐπιγράφειν τινά» και «προστάτην ἐπιγράφεσθαι» — [[εκλέγω]] κάποιον ως προστάτη («αὐτῷ πονηρὸν προστάτην ἐπεγράψατο», <b>Αριστοφ.</b>)<br />δ) «γράφεσθαι προστάτου»<br />i) [[γράφω]] το όνομά μου [[κοντά]] στο όνομα ενός προστάτη<br />ii) (<b>κατ' επέκτ.</b>) προσκολλώμαι σε προστάτη («Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι», <b>Σοφ.</b>)<br />ε) «θεοῡ [[προστάτης]]» — αυτός που στέκεται [[μπροστά]] σε θεό για να τον ικετεύσει, [[ικέτης]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |