Anonymous

ὁμαρτέω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμαρτέω:''' παρατ. <i>ὡμάρτουν</i>, Επικ. γʹ δυϊκ. [[ὁμαρτήτην]] και [[ὁμαρτήδην]]· μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. <i>ὡμάρτησα</i>, Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. <i>ὁμαρτήσειεν</i>· ([[ὁμός]], [[ἀρτάω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[συναντώ]],<br /><b class="num">1.</b> με εχθρική [[σημασία]], συμπλέκομαι σε [[μάχη]], τὼ δ' ἄρ' [[ὁμαρτήδην]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμπορεύομαι]], [[συνοδεύω]], <i>βῆσαν ὁμαρτήσαντες</i>, πορεύτηκαν, περπάτησαν μαζί, σε Ομήρ. Οδ.· [[οὐδέ]] κεν [[ἴρηξ]] [[κίρκος]] ὁμαρτήσειε, δεν μπορούσε να συμπλεύσει με το [[καράβι]], στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ., [[περπατώ]] στο πλάι, [[συντροφεύω]], [[ακολουθώ]], <i>τινί</i>, σε Ησίοδ., Τραγ.· επίσης, [[παρακολουθώ]], [[καταδιώκω]], [[κυνηγώ]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πράγματα, [[ακολουθώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στη Μέσ. με αιτ., [[καταδιώκω]] ή επιτίθεμαι από κοινού, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὁμαρτέω:''' παρατ. <i>ὡμάρτουν</i>, Επικ. γʹ δυϊκ. [[ὁμαρτήτην]] και [[ὁμαρτήδην]]· μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. <i>ὡμάρτησα</i>, Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. <i>ὁμαρτήσειεν</i>· ([[ὁμός]], [[ἀρτάω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[συναντώ]],<br /><b class="num">1.</b> με εχθρική [[σημασία]], συμπλέκομαι σε [[μάχη]], τὼ δ' ἄρ' [[ὁμαρτήδην]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμπορεύομαι]], [[συνοδεύω]], <i>βῆσαν ὁμαρτήσαντες</i>, πορεύτηκαν, περπάτησαν μαζί, σε Ομήρ. Οδ.· [[οὐδέ]] κεν [[ἴρηξ]] [[κίρκος]] ὁμαρτήσειε, δεν μπορούσε να συμπλεύσει με το [[καράβι]], στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ., [[περπατώ]] στο πλάι, [[συντροφεύω]], [[ακολουθώ]], <i>τινί</i>, σε Ησίοδ., Τραγ.· επίσης, [[παρακολουθώ]], [[καταδιώκω]], [[κυνηγώ]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πράγματα, [[ακολουθώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στη Μέσ. με αιτ., [[καταδιώκω]] ή επιτίθεμαι από κοινού, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμαρτῶ]], [[ὁμαρτέω]] (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ταυτοχρόνως με κάποιον [[άλλο]] («ἐξ οἴκου βῆσαν ὁμαρτήσαντες ἅμ' [[ἄμφω]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνοδεύω]], [[συμπορεύομαι]], [[συμβαδίζω]] («ἐν νηΐ θοῇ ἤ πεζὸς ὁμαρτέων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> επιτίθεμαι [[μαζί]] με άλλον («ἀστακτὶ δὲ σὺν ταῑς παρθένοις στένοντες ὡμαρτοῦμεν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[καταδιώκω]]<br /><b>5.</b> (για πράγματα) [[ακολουθώ]], [[συνοδεύω]] («τῷ γήρᾳ φιλεῑ χὠ νοῡς ὁμαρτεῖν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[επισυμβαίνω]], παρεμπίμπτω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ὁμαρτῶ</i> και το επίρρ. [[ὁμαρτῆ]] αντιστοιχούν στους αρχαιότερους τ. <i>ἁμαρτῶ</i> και <i>ἁμαρτή</i> και έχουν σχηματιστεί πιθ. κατ' [[επίδραση]] του επιρρ. [[ὁμοῦ]] (<b>βλ. λ.</b> [[ἁμαρτῆ]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 32:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">to meet, to go with, to join</b> (Hom.).<br />Derivatives: <b class="b3">ὁμαρτῃ̃</b> [[together]] s. [[ἁμαρτή]] w. lit., cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 16 w. lit.<br />Origin: IE [Indo-European] [ 903] <b class="b2">*sm̥h₂-</b> [[together]]<br />Etymology: The identification of the frozen instr. [[ἁμαρτή]] (<b class="b3">ὁμ-</b>) with Skt. (Ved.) <b class="b2">sám-r̥tā</b> [[at the meeting]], [[in battle]] (Schwyzer 433 with Hirt, Hofmann Et. Wb. s. [[ὁμαρτῆ]]) is wrong, as the latter is the locative of <b class="b2">sám-r̥ti-</b> [[coming together]], [[battle]]. -- Cf. [[ὅμηρος]]. The form with <b class="b3">ἁμ(α</b>)- must go back on *sm̥h2-. The (the more recent?) form with <b class="b3">ὁμ-</b> will go back on [[ὁμός]], [[ὁμοῦ]].
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">to meet, to go with, to join</b> (Hom.).<br />Derivatives: <b class="b3">ὁμαρτῃ̃</b> [[together]] s. [[ἁμαρτή]] w. lit., cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 16 w. lit.<br />Origin: IE [Indo-European] [ 903] <b class="b2">*sm̥h₂-</b> [[together]]<br />Etymology: The identification of the frozen instr. [[ἁμαρτή]] (<b class="b3">ὁμ-</b>) with Skt. (Ved.) <b class="b2">sám-r̥tā</b> [[at the meeting]], [[in battle]] (Schwyzer 433 with Hirt, Hofmann Et. Wb. s. [[ὁμαρτῆ]]) is wrong, as the latter is the locative of <b class="b2">sám-r̥ti-</b> [[coming together]], [[battle]]. -- Cf. [[ὅμηρος]]. The form with <b class="b3">ἁμ(α</b>)- must go back on *sm̥h2-. The (the more recent?) form with <b class="b3">ὁμ-</b> will go back on [[ὁμός]], [[ὁμοῦ]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj