ὁμαρτέω

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμαρτέω Medium diacritics: ὁμαρτέω Low diacritics: ομαρτέω Capitals: ΟΜΑΡΤΕΩ
Transliteration A: homartéō Transliteration B: homarteō Transliteration C: omarteo Beta Code: o(marte/w

English (LSJ)

Il.24.438, E.Ba.923; Aeol. imper.
A ὐμάρτη Theoc.28.3: impf. ὡμάρτουν S.OC1647; Ion. -ευν A.R.1.579, Theoc.2.73; Ep. 3dual ὁμαρτήτην, v. ὁμαρτήδην: fut. -ήσω Hes.Op.196, E.Ph.1616: aor. ὡμάρτησα Coluth.25; opt. ὁμαρτήσειεν, etc., Od.13.87, al.: aor. 2 ὅμαρτεν Orph.A.511; act together, at the same moment, τὸν δ' Αἴας καὶ Τεῦκρος ὁμαρτήσανθ' ὁ μὲν ἰῷ βεβλήκει, Αἴας δὲ.. νύξεν Il.12.400; ἐξ οἴκου βῆσαν ὁμαρτήσαντες ἅμ' ἄμφω Od.21.188.
2 accompany, ἐν νηΐ θοῇ ἢ πεζὸς ὁμαρτέων Il.24.438; οὐδέ κεν ἴρηξ κίρκος ὁμαρτήσειεν could not keep pace, keep up with the ship, Od.13.87.
3 c. dat., walk beside, accompany, τινι Hes.Op.196,676, Th.201; ὁ. σύν τινι S.OC1647; πρός τινα Call.Cer.129; also, pursue, chase, A.Eu.338(lyr.): abs., Id.Pr.678.
4 of things, attend, διθύραμβος ὁ. Διονύσῳ Id.Fr.355; τῷ γήρᾳ φιλεῖ χὠ νοῦς ὁμαρτεῖν S.Fr. 260: abs., supervene, Hp.Morb.2.61, cf. A.Th.1027.—Poet. Verb, used once by Hippocrates l. c.; cf. ἁμαρτέω.

German (Pape)

[Seite 329] zusammentreffen, sowohl im feindlichen Sinne, von zwei Kämpfern, zusammengeraten, ὁμαρτήτην (s. ὁμαρτήδην) Il. 13, 584, als auch, häufiger, im freundlichen Sinne, zusammen, in Übereinstimmung handeln, 12, 400; bes. zusammengehen, ἐξ οἴκου βῆσαν ὁμαρτήσαντες ἅμ' ἄμφω, Od. 21, 188, sie gingen zusammen, vgl. Il. 24, 438; daher auch gleichen Schritt halten, gleich schnell sein, folgen können, οὐδέ κεν ἴρηξ κίρκος ὁμαρτήσειεν, Od. 13, 87. – Begleiten, folgen, womit verbunden sein, τινί, Hes. O. 198. 678 Th. 201; Soph. O. C. 1643; Eur. Ion 1151; Aesch. Spt. 1013 Eum. 323; ἄκρατος ὀργὴν Ἄργος ὡμάρτει, Prom. 681, verfolgen; τίς ἡγεμών μοι ποδὸς ὁμαρτήσει τυφλοῦ, Eur. Phoen. 1610; einzeln bei sp. D., wie Coluth. 25.

French (Bailly abrégé)

ὁμαρτῶ :
f. ὁμαρτήσω, ao. ὡμάρτησα, pf. inus.
propr. s'ajuster ensemble, càd :
1 aller ensemble ; accompagner, suivre : τινι ou σύν τινι, qqn;
2 avec idée d'hostilité se mesurer avec, en venir aux mains;
Moy. ὁμαρτέομαι, ὁμαρτοῦμαι (ao. 3ᵉ pl. poét. ὁμαρτήσαντο) attaquer, acc..
Étymologie: ὁμός, *ἀρτός, adj. verb. de ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

ὁμαρτέω:
1 идти или ехать вместе, сопровождать (ἐν νηῒ ἢ πεζός, med. τινα Hom.): βῆσαν ὁμαρτήσαντες Hom. они отправились вместе; οὐδέ κεν ἴρηξ ὁμαρτήσειε Hom. даже ястреб не угнался бы;
2 следовать, сопутствовать (τινι Hes., Trag. и σύν τινι Soph.);
3 преследовать, гоняться Aesch.;
4 идти друг на друга, сходиться для боя, схватываться (τὼ δ᾽ ἄρ᾽ ὁμαρτήτην Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμαρτέω: Ἰλ. Ω 438, Εὐρ. Βάκχ. 923· Δωρ. προστ. ὁμάρτη, Θεόκρ. 28, 3 ἐκ τῆς ἐκδ. τοῦ Ald.· παρατ. ὡμάρτουν Σοφ. Ο. Κ. 1647, Ἰων. -ευν, Ἀπολλ. Ρόδ., Ἐπικ. γ΄ δυϊκ. ὁμαρτήτην (ἴδε κατωτ.): μέλλ. -ήσω Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 196, Εὐρ. Φοίν. 1616: ἀόρ. ὡμάρτησα Ὅμ., κτλ.: ἀόρ. β΄ ὅμαρτεν Ὀρφ. Ἀργ. 513. (Ἐκ τοῦ ὁμός, ὁμοῦ καὶ τῆς √ΑΡ, ἴδε ἀρτύω, *ἄρω· ἐντεῦθεν καὶ ὁμαρτῇ). Συναντῶ, 1) ἐν ἐχθρικῇ σημασίᾳ, συναντῶμαι ἐν πολέμῳ, ἐν τῇ μάχῃ, ἐπὶ δύο πολεμιστῶν, τὼ δ’ ἄρ’ ὁμαρτήτην Ἰλ. Ν. 584· ἀλλ’ ὁ Ἀρίσταρχ. ἀναγινώσκει ὁμαρτήδην Ἐπίρρ., = ὁμαρτῇ, ἀμφότεροι ὁμοῦ. 2) περιπατῶ ὁμοῦ, συνοδεύω, ἐν νηὶ θοῇ ἢ πεζὸς ὁμαρτέων Ἰλ. Ω. 438 βῆσαν ὁμαρτήσαντες, ἐβάδισαν ὁμοῦ, Ὀδ. Φ. 188· οὐδέ κεν ἵρηξ κίρκος ὁμαρτήσειε, δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ προφθάσῃ νὰ πηγαίνῃ ὁμοῦ (μὲ τὸ πλοῖον), Ν. 87. 3) μετὰ δοτ., ἐπέρχομαι μετά τινος, ὁμαρτήσας Διὸς ὄμβρῳ, ἐπελθὼν σὺν Διὸς ὄμβρῳ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 674, Θεογ. 201, καὶ Τραγ.· ὡσαύτως, ὁμ. σύν τινι Σοφ. Ο. Κ. 1647· πρός τινα Καλλ. εἰς Δήμ. 129· - ὡσαύτως, παρακολουθῶ, διώκω, Αἰσχύλ. Πρ. 678, πρβλ. Εὐμ. 339. 4) ἐπὶ πραγμάτων, παρέπομαι, παρακολουθῶ, διθύραμβος ὁμ. Διονύσῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 392· τῷ γήρᾳ φιλεῖ χὠ νοῦς ὁμαρτεῖν Σοφ. Ἀποσπ. 238· - ἀπολ., Ἱππ. 483. 8, Αἰσχύλ. Θήβ. 1022. ΙΙ. ἐν Ἰλ. Μ. 400, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ μετ’ αἰτ., καταδιώκω, προσβάλλω ἀπὸ κοινοῦ, τὸν δ’ Αἴας καὶ Τεῦκρος ὁμαρτήσαντο. - Ποιητ. ῥῆμα, ἅπαξ ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.

English (Autenrieth)

(ὁμός, root ἀρ), part. ὁμαρτέων, aor. opt. ὁμαρτήσειεν, part. ὁμαρτήσᾶς: accompany or attend, keep pace with, meet, encounter, Il. 24.438, Od. 13.87, Il. 12.400.

Greek Monotonic

ὁμαρτέω: παρατ. ὡμάρτουν, Επικ. γʹ δυϊκ. ὁμαρτήτην και ὁμαρτήδην· μέλ. -ήσω, αόρ. ὡμάρτησα, Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. ὁμαρτήσειεν· (ὁμός, ἀρτάω
I. συναντώ,
1. με εχθρική σημασία, συμπλέκομαι σε μάχη, τὼ δ' ἄρ' ὁμαρτήδην, σε Ομήρ. Ιλ.
2. συμπορεύομαι, συνοδεύω, βῆσαν ὁμαρτήσαντες, πορεύτηκαν, περπάτησαν μαζί, σε Ομήρ. Οδ.· οὐδέ κεν ἴρηξ κίρκος ὁμαρτήσειε, δεν μπορούσε να συμπλεύσει με το καράβι, στο ίδ.
3. με δοτ., περπατώ στο πλάι, συντροφεύω, ακολουθώ, τινί, σε Ησίοδ., Τραγ.· επίσης, παρακολουθώ, καταδιώκω, κυνηγώ, σε Αισχύλ.
4. λέγεται για πράγματα, ακολουθώ, στον ίδ.
II. στη Μέσ. με αιτ., καταδιώκω ή επιτίθεμαι από κοινού, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek Monolingual

ὁμαρτῶ, ὁμαρτέω (Α)
(ποιητ. τ.)
1. κάνω κάτι ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο («ἐξ οἴκου βῆσαν ὁμαρτήσαντες ἅμ' ἄμφω», Ομ. Οδ.)
2. συνοδεύω, συμπορεύομαι, συμβαδίζω («ἐν νηΐ θοῇ ἤ πεζὸς ὁμαρτέων», Ομ. Ιλ.)
3. επιτίθεμαι μαζί με άλλον («ἀστακτὶ δὲ σὺν ταῖς παρθένοις στένοντες ὡμαρτοῦμεν», Σοφ.)
4. καταδιώκω
5. (για πράγματα) ακολουθώ, συνοδεύω («τῷ γήρᾳ φιλεῖ χὠ νοῦς ὁμαρτεῖν», Σοφ.)
6. επισυμβαίνω, παρεμπίμπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὁμαρτῶ και το επίρρ. ὁμαρτῆ αντιστοιχούν στους αρχαιότερους τ. ἁμαρτῶ και ἁμαρτή και έχουν σχηματιστεί πιθ. κατ' επίδραση του επιρρ. ὁμοῦ (βλ. λ. ἁμαρτῆ)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to meet, to go with, to join (Hom.).
Derivatives: ὁμαρτῃ̃ together s. ἁμαρτή w. lit., cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 16 w. lit.
Origin: IE [Indo-European] [ 903] *sm̥h₂- together
Etymology: The identification of the frozen instr. ἁμαρτή (ὁμ-) with Skt. (Ved.) sám-r̥tā at the meeting, in battle (Schwyzer 433 with Hirt, Hofmann Et. Wb. s. ὁμαρτῆ) is wrong, as the latter is the locative of sám-r̥ti- coming together, battle. -- Cf. ὅμηρος. The form with ἁμ(α)- must go back on *sm̥h2-. The (the more recent?) form with ὁμ- will go back on ὁμός, ὁμοῦ.

Middle Liddell

ὁμαρτέω, ὁμός, ἀρτάω
I. to meet,
1. in hostile sense, to meet in fight, τὼ δ' ἄρ' ὁμαρτήτην Il.
2. to go together, βῆσαν ὁμαρτήσαντες they walked together, Od.; οὐδέ κεν ἵρηξ κίρκος ὁμαρτήσειε could not keep pace with the ship, Od.
3. c. dat. to walk beside, accompany, attend, τινί Hes., Trag.:—also, to pursue, chase, Aesch.
4. of things, to attend, Aesch.
II. in Mid. c. acc. to go after or attack jointly, Il. Hence

Frisk Etymology German

ὁμαρτέω: {homartéō}
Grammar: v.
Meaning: zusammentreffen, mitgehen, sich anschließen,
Derivative: ὁμαρτῇ zugleich s. ἁμαρτή m. Lit., dazu Chantraine Gramm. hom. 1, 16 m. Lit.
Etymology : Die Gleichsetzung des erstarrten Instr. ἁμαρτή (ὁμ-) mit aind. (ved.) sám-r̥tā beim Zusammentreffen, im Kampf (Schwyzer 433 mit Hirt, Hofmann Et. Wb. s. ὁμαρτῆ) ist unrichtig, da letzteres Lokativ von sám-r̥ti- Zu sammentreffen, Kampf ist. — Vgl. ὅμηρος.
Page 2,384